Η ομολογία της Ειρήνης Μουρτζούκου για τη δολοφονία τεσσάρων παιδιών, ενώ εκκρεμεί η έρευνα για ένα παιδί ακόμα έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο. Πρόκειται για μια σειρά από εγκλήματα που προκαλούν αποτροπιασμό και αγανάκτηση. Οι μαζικές δολοφονίες όμως έχουν μακρά ιστορία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις δολοφονιών που διαπράχθηκαν από γυναίκες στο παρελθόν και οι δράστιδες αφού καταδικάστηκαν σε θάνατο, εκτελέστηκαν. Στο βιβλίο του Πάνου Σόμπολου «ΕΚΛΗΜΑΤΑ ΓΕΝΟΥΣ ΘΗΛΥΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» (εκδόσεις Πατάκη) εντοπίσαμε τις τέσσερις Ελληνίδες που εκτελέστηκαν για τα εγκλήματα που διέπραξαν.
Η θανατική ποινή στην Ελλάδα
Διαβάστε επίσης
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, και ως το 1832, οι εκτελέσεις γίνονταν δια τυφεκισμού. Το 1834 η Αντιβασιλεία όρισε τη γκιλοτίνα ως μέσο εκτέλεσης. Προβλήματα διαθεσιμότητας της λαιμητόμου το 1847 υποχρέωσαν τις Αρχές να καθιερώσουν ως εναλλακτική μέθοδο εκτέλεσης και τον τυφεκισμό. Το 1913 έγινε η τελευταία εκτέλεση με λαιμητόμο. Το 1925 έγιναν δύο εκτελέσεις με αγχόνη, που είχε εισαχθεί από το καθεστώς Πάγκαλου για άτομα που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για υποθέσεις κατάχρησης δημοσίου χρήματος. Η αγχόνη δεν χρησιμοποιήθηκε πάλι και από το 1929 όλες οι εκτελέσεις των θανατοποινιτών γίνονταν δια τυφεκισμού. Η τελευταία εκτέλεση στη χώρα μας έγινε στις 25 Αυγούστου 1972 στο πεδίο βολής της ΣΕΑΠ στα Δύο Αοράκια του Ρεθύμνου. Από το 1975 ως το 2005 έγινε σταδιακά η κατάργηση της θανατικής ποινής στη χώρα μας, αν και στο διάστημα αυτό υπήρχαν καταδίκες σε θάνατο κάποιων. Ο τελευταίος Έλληνας που εκτελέστηκε ήταν ο 27χρονος, το 1972, Βασίλειος Λυμπέρης, ο οποίος στις 4/1/1972 έκαψε ζωντανές: την εν διαστάσει σύζυγό του Βασιλική, την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου, την κόρη του Παναγιώτα, 2,5 ετών και τον μόλις ενός έτους γιο του Γιώργο.
Σταυρούλα Γκουβούση: η πρώτη Ελληνίδα που εκτελέστηκε (26/8/1960)
Η πρώτη Ελληνίδα που εκτελέστηκε ήταν η Σταυρούλα Γκουβούση, χήρα Νικολάου Γκουβούση. Είχε γεννηθεί στο Παλαιοχώριο Κυνουρίας το 1897 και έμενε στο Λεωνίδιο Αρκαδίας. Ο σύζυγος της είχε πεθάνει το 1944. Μαζί με τη Γκουβούση καταδικάστηκε σε θάνατο και ο γιος της Δημήτριος (Μήτρος) γεννημένος το 1937 στο Τυρό Αρκαδίας και κάτοικος Λεωνιδίου. Τη νύχτα της 5ης προς 6η Ιανουαρίου 1959, η Γκουβούση σκότωσε την εγκυμονούσα νύφη της Μεταξία, το γένος Γεωργίου Αντριά. Είχε γεννηθεί το 1938 και εργαζόταν σε εργαστήριο ζαχαροπλαστικής στο Λεωνίδιο. Η δολοφονία έγινε μπροστά στα μάτια του συζύγου του θύματος. Μάνα και γιος μετέφεραν την άτυχη Μεταξία, που όπως διαπιστώθηκε αργότερα ήταν ακόμα ζωντανή και την πέταξαν σε μια γεμάτη νερό στέρνα στην άκρη της αυλής. Η κοπέλα ξεψύχησε, ενώ η Γκουβούση και ο γιος της προσπάθησαν να πείσουν τη Χωροφυλακή ότι η Μεταξία αυτοκτόνησε. Αυτό δεν έγινε εφικτό και τελικά μάνα και γιος ομολόγησαν το αποτρόπαιο έγκλημά τους. Ας δούμε μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία γύρω από τη φρικτή αυτή δολοφονία.
Ο Μήτρος και η Μεταξία είχαν παντρευτεί με συνοικέσιο το 1954. Απέκτησαν δύο κοριτσάκια. Το πρώτο, η Σταυρούλα, πέθανε σε ηλικία 40 ημερών. Το δεύτερο, η Μαρία, γεννήθηκε 14 μήνες πριν το έγκλημα. Ο Μήτρος ήταν τεμπέλης, λάτρης του ποτού και χαρτοπαίκτης. Τρεις μήνες μετά τον γάμο η Μεταξία έφυγε από το σπίτι και πήγε να ζήσει μόνη της. Σύντομα το ζευγάρι, ξανάσμιξε. Αρχικά το ζευγάρι έμενε στο σπίτι της Σταυρούλας Γκουβούση. Όμως η Μεταξία εργαζόταν και με την προίκα της έφτιαξε δικό της σπίτι και το ζευγάρι εγκαταστάθηκε εκεί αφήνοντας μόνη τη μάνα του Μήτρου. Αυτή όμως παρενέβαινε συνεχώς και δημιουργούσε προβλήματα στον γιο και τη νύφη της. Όταν έμαθε ότι η Μεταξία ήταν πάλι έγκυος, έγινε έξω φρενών. Άρχισε μάλιστα να διαδίδει ότι το παιδί δεν ήταν του γιου της αλλά ενός γείτονα. Τελικά έπεισε τον γιο και τη νύφη της να πάνε στο Άργος για να υποβληθεί η Μεταξία σε άμβλωση. Τελικά, για άγνωστο λόγο, κανένας γιατρός δεν δέχτηκε να προβεί στην επέμβαση. Το ζευγάρι γύρισε στο Λεωνίδιο, στο σπίτι της Σταυρούλας, που πρόσεχε την κόρη τους. Η Μεταξία ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστεί. Όταν η Γκουβούση έμαθε ότι δεν έγινε η άμβλωση έγινε έξω φρενών. Όταν η νύφη της σηκώθηκε, πήρε ένα σχοινί μήκους 15 μέτρων και την έδεσε. Την έβριζε και την κατηγορούσε ότι το παιδί ήταν ενός γείτονα.
Έπειτα την έπιασε από τα μαλλιά και την πέταξε πάνω σε ένα ξύλινο κρεβάτι. Εκεί άρχισε να τη χτυπά με μια σανίδα που χρησιμοποιούσε στο σιδέρωμα. Η Μεταξία λιποθύμησε. Μάνα και γιος τη μετέφεραν σε μια στέρνα στην αυλή που ήταν γεμάτη νερό και την έριξαν μέσα. Με εντολή της μητέρας του, ο Μήτρος, έγραψε ένα σημείωμα το οποίο δήθεν είχε γράψει η Μεταξία, η οποία στη συνέχεια αυτοκτόνησε γιατί δεν της έδινε η αφεντικίνα της τα χρήματα που της χρωστούσε. Παράλληλα, άφησαν κάποια ρούχα της έξω από τη στέρνα.
Το πρωί, ανήμερα των Φώτων, η Γκουβούση πήγε στην εκκλησία και επιστρέφοντας σπίτι άρχισε να φωνάζει ότι η νύφη της αυτοκτόνησε. Συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου και φυσικά χωροφύλακες. Ο Σπύρος Γούσγουρας, ένας άνθρωπος που γνώριζε από πηγάδια, κατέβηκε στη στέρνα, εντόπισε τη Μεταξία και την έδεσε με ένα γάντζο. Κάποιοι που βρίσκονταν εκεί τράβηξαν το άψυχο σώμα της έξω από τη στέρνα. Η Γκουβούση και ο γιος της από την αρχή θεωρήθηκαν ύποπτοι και τελικά ομολόγησαν. Η δίκη τους έγινε στο κακουργιοδικείο Κυπαρισσίας μέσα σε πέντε μήνες. Και οι δύο κρίθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία από πρόθεση, κατά τρόπο απεχθή. Καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Χρήστος Μπέλμπας και εισαγγελέας ο Δημήτριος Θάνος. Μετά την καταδίκη τους, η Γκουβούση οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα και ο Μήτρος στις φυλακές Κέρκυρας.
Οι αιτήσεις χάριτος που υπέβαλαν, απορρίφθηκαν. Έτσι, τα ξημερώματα της Παρασκευής 26 Αυγούστου 1960 η Γκουβούση οδηγήθηκε στον Υμηττό, κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Εκεί περίμενε το εκτελεστικό απόσπασμα. Ένας Υπολοχαγός και 12 στρατιώτες. Λίγο αργότερα, η Γκουβούση που δεν δέχτηκε να της δέσουν τα μάτια, έπεφτε νεκρή από τις σφαίρες των στρατιωτών. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1960, στις 5.35 π.μ. εκτελέστηκε στο πεδίο βολής των Αλυκών Ποταμού Κέρκυρας και ο Δημήτριος Γκουβούσης. Την ίδια μέρα, γράφει ο Πάνος Σόμπολος, εκτελέστηκαν εκεί άλλοι δύο θανατοποινίτες: ο Χαρίλαος Κουστένης από τη Δημητσάνα, που είχε καταδικαστεί για ληστεία μετά φόνου και ο Ιωάννης Νικολακόπουλος, που είχε στραγγαλίσει τη γυναίκα του.
Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό, να προσθέσουμε ότι κατά τη διάρκεια της δίκης χωριανοί και συγγενείς κατέθεσαν ότι κάποτε η Γκουβούση γέννησε τρίδυμα τα οποία σκότωσε επειδή δεν τα ήθελε. Η ίδια αρνήθηκε τις κατηγορίες λέγοντας ότι τα παιδιά γεννήθηκαν νεκρά καθώς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, την είχε χτυπήσει ο άντρας της.
Αικατερίνη Μέρδη: η δολοφόνος με το παραθείο
Μια ακόμα γυναίκα που καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε ήταν η Αικατερίνη Μέρδη από την Αιτωλοακαρνανία, η οποία στις 18 Οκτωβρίου 1960 δηλητηρίασε με παραθείο τον γαμπρό της Χρήστο Πρεβέντζα στη θέση Τράπι του χωριού Άγιος Ανδρέας Μακρυνείας της Αιτωλοακαρνανίας.
Η κόρη της Μέρδη, Μαρία, είχε γνωρίσει το θύμα στις αρχές του 1960. Οι δύο νέοι (η Μαρία ήταν 28 ετών και ο Χρήστος 27) ερωτεύτηκαν παράφορα και δύο μήνες αργότερα παντρεύτηκαν. Αρχικά το ζευγάρι τα πήγαινε καλά. Σύντομα όμως άρχισαν οι καβγάδες του Χρήστου με την πεθερά του. Η Μαρία έπαιρνε συχνά το μέρος της μητέρας της. Οι συγχωριανοί γνώριζαν τις προστριβές μεταξύ τους. Επαινούσαν όμως τον Χρήστο που ήταν εργατικό παιδί και εργαζόταν στα χωράφια από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ.
Η Μέρδη πάντως δεν τον ήθελε. Αναζητούσε τρόπους να απαλλαγεί από αυτόν και τελικά επέλεξε να τον δηλητηριάσει με παραθείο. Δεν είχαν περάσει έξι μήνες από τον γάμο, όταν έθεσε σε εφαρμογή το σατανικό σχέδιό της. Στις 18/10/1960 μαγείρεψε φασόλια μέσα στα οποία έριξε παραθείο. Η κόρη της πήγε το φαγητό στον άντρα της και τον κάλεσε να φάει. Η ίδια ισχυριζόμενη ότι είχε φάει νωρίτερα δεν έβαλε ούτε μπουκιά στο στόμα της. Σύντομα ο Χρήστος που έφαγε τη φασολάδα άρχισε να μην αισθάνεται καλά. Η κατάστασή του επιδεινωνόταν. Βογκούσε και ούρλιαζε από τους φρικτούς πόνους. Σύντομα ξεψύχησε. Μάνα και κόρη άρχισαν να ωρύονται για τον χαμό του Χρήστου. Ένας συγχωριανός τους κάλεσε γιατρό, μήπως προλάβει να τον επαναφέρει στη ζωή. Ήρθε τελικά ένας γιατρός από το Μεσολόγγι, ο οποίος απλώς διαπίστωσε τον θάνατο του Χρήστου. Από όσα του είπε η Μαρία συμπέρανε ότι δεν επρόκειτο για θάνατο από εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο όπως έλεγαν οι δύο γυναίκες. Ο γιατρός πήρε σπλάχνα και άλλα μέρη από τη σορό του θύματος και τα έστειλε για εξέταση στα τοξικολογικά εργαστήρια του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι δύο γυναίκες συνέχιζαν να παίζουν θέατρο. Ωρύονταν πάνω από το φέρετρο του Χρήστου την επόμενη μέρα στην κηδεία του, αλλά και στο τριήμερο και εννιάμερο μνημόσυνο που ακολούθησαν στο χωριό. Οι συγχωριανοί τους στο καφενείο γνώριζαν για τις προστριβές πεθεράς-γαμπρού αλλά βλέποντας τη θεατρινίστικη συμπεριφορά των δύο γυναικών είχαν αμφιβολίες για το τι προκάλεσε τον θάνατο του Χρήστου. Μάλιστα κάποιοι έλεγαν ότι ίσως ο νεαρός έφαγε κάποιο χόρτο δηλητηριασμένο. Στο σαρανταήμερο μνημόσυνο οι δύο γυναίκες έκλαιγαν και οδύρονταν. Παράλληλα έκαναν δεήσεις και προσευχές για την ψυχή του αδικοχαμένου Χρήστου. Είχαν πλέον την πεποίθηση ότι κανένας δεν θα καταλάβαινε το έγκλημά τους. Όμως 45 ημέρες μετά τον θάνατο του Χρήστου έφτασαν στη Χωροφυλακή Μεσολογγίου τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων από την Αθήνα. Οι ειδικοί αποφάνθηκαν ότι ο Πρεβέντζας πέθανε λόγω δηλητηρίασης από παραθείο. Αμέσως κλήθηκαν για εξέταση στη Χωροφυλακή Μεσολογγίου η Μέρδη, ο σύζυγός της Αντώνης και η κόρη τους Μαρία. Σε έρευνα στο σπίτι τους βρέθηκε ποσότητα παραθείου. Ανακρινόμενες οι δύο γυναίκες αρνήθηκαν κάθε κατηγορία. Για το παραθείο, η Μέρδη είπε ότι το είχε αγοράσει για χρήση στα χωράφια και τα σπαρτά της.
Τελικά, μετά από πολύωρη ανάκριση ομολόγησε τη δολοφονία του Χρήστου. Πήρε πάνω της όλη την ευθύνη λέγοντας ότι η κόρη της δεν ήξερε τίποτα. Η Μαρία είπε ότι δεν γνώριζε για το παραθείο και δεν έφαγε γιατί δεν πεινούσε. Τελικά μόνο ο Αντώνης Μέρδης αφέθηκε ελεύθερος. Μάνα και κόρη παραπέμφθηκαν στον Εισαγγελέα Μεσολογγίου Παύλο Δελαπόρτα που άσκησε εναντίον τους ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Από την προανάκριση προέκυψε ότι εκτός από την έντονη αντιπάθεια που ένιωθε η Μέρδη για τον γαμπρό της, του ζητούσε να επιστρέψει το σπίτι που του είχαν δώσει για προίκα. Αυτός αρνιόταν κατηγορηματικά. Η δίκη των δύο κατηγορουμένων έγινε στο Κακουργιοδικείο Αμαλιάδας από τις 15 ως τις 18 Μαΐου 1961. Η 63χρονη πλέον Μέρδη καταδικάστηκε σε θάνατο. Η Μαρία αρχικά αθωώθηκε όμως ο Εισαγγελέας ζήτησε να επαναληφθεί η δίκη της. Οι δύο γυναίκες οδηγήθηκαν στις φυλακές. Στις 19 Μαρτίου 1962 έγινε στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας η νέα δίκη της Μαρίας Μέρδη. Καταδικάστηκε σε 15 χρόνια κάθειρξη και υποχρέωση να δώσει 5.000 δρχ. στους συγγενείς του θύματος για ψυχική οδύνη. Η αναίρεση της Αικατερίνης Μέρδη στον Άρειο Πάγο δεν είχε αποτέλεσμα.
Μητέρα και κόρη βρέθηκαν συγκρατούμενες στις φυλακές Αβέρωφ. Τα ξημερώματα της Τρίτης 4ης Σεπτεμβρίου 1962 η Αικατερίνη Μέρδη οδηγήθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο του Υμηττού. Το προηγούμενο βράδυ εξομολογήθηκε και μετάλαβε. Δήλωσε μετανιωμένη. Στην κλούβα που την οδήγησε στον Υμηττό ωρυόταν ότι η κόρη της είναι αθώα. Στο ύψωμα όπου γίνονταν οι εκτελέσεις στις 5.40 π.μ. της 4/9/1962 ο Λοχαγός που ήταν επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος έδωσε το σύνθημα: «πυρ». Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η Αικατερίνη Μέρδη, η δηλητηριάστρια της Αιτωλοακαρνανίας έπεφτε νεκρή…
Αθανασία Αγγελινού: η θρησκευόμενη γυναίκα που πολτοποίησε με αξίνα το κεφάλι του άντρα της.
Η τρίτη γυναίκα που καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στην Ελλάδα ήταν η Αθανασία Αγγελινού, η οποία με μια αξίνα πολτοποίησε το κέφαλι του συζύγου της. Η Αγγελινού είχε γεννηθεί το 1908 και η καταγωγή της ήταν από τη Σμύρνη. Στα νιάτα της ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Ήταν θρησκευόμενη. Πήγαινε στις εκκλησίες και άναβε τα καντήλια. Στο σπίτι της είχε πολλά εικονίσματα. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν πολύ καλός. Απέκτησαν μαζί ένα παιδί, όμως αυτός πέθανε. Έπειτα παντρεύτηκε τον ξάδελφό της Νίκο Αγγελινό μετά από σφοδρό έρωτα. Τα οικονομικά τους ήταν πολύ καλά. Είχαν το σπίτι που έμεναν, στη σημερινή Πεύκη, ο Αγγελινός, παλιός αυτοκινητιστής, είχε ένα ακόμα στη Νέα Ιωνία και είχε, κατά το ήμισυ, ένα λεωφορείο της γραμμής Αμαρουσίου. Ο Αγγελινός όμως ήταν… υπερσεξουαλικός. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Αθανασίας, αυτή ως θρησκευόμενη απέφευγε τις συχνές σεξουαλικές επαφές. Ο σύζυγός της την έδερνε, ξενυχτούσε, πήγαινε με άλλες γυναίκες, ενώ της έδειχνε συχνά άσεμνες φωτογραφίες εξοργίζοντάς την. Τη νύχτα της 23ης Ιουνίου 1960, το ζευγάρι καβγάδισε. Ο Αγγελινός έδειξε στην Αθανασία άσεμνες φωτογραφίες. Αυτή πήρε χάπια και κοιμήθηκε. Τα ξημερώματα ξύπνησε. Πήρε μια αξίνα και χτύπησε πολλές φορές τον 52χρονο Αγγελινό στο στήθος και το κεφάλι. Έπειτα πήρε πάλι χάπια και κοιμήθηκε. Ξύπνησε στις 10 π.μ.
Πήγε σε μια φίλη της και της είπε ότι δολοφόνησε τον σύζυγό της. Μαζί πήγαν στη Χωροφυλακή όπου η Αγγελινού ανέφερε το έγκλημά της στον Διοικητή. Καθώς δεν αισθανόταν καλά, λόγω των πολλών χαπιών που είχε πάρει πήγε με συνοδεία ενός χωροφύλακα στο Ιπποκράτειο όπου της έγιναν πλύσεις στομάχου. Ο Διοικητής με δύο χωροφύλακες πήγαν στο σπίτι του ζευγαριού. Ο Αγγελινός είχε σχεδόν πολτοποιημένο το κρανίο, ενώ είχε χτυπήματα στον θώρακα και στα χέρια.
Σύμφωνα με συγγενείς της, η Αγγελινού, μερικά χρόνια πριν είχε παρασυρθεί από αυτοκίνητο και τραυματίστηκε στο κεφάλι. Έπειτα παρουσίασε ψυχολογικά προβλήματα και νοσηλεύτηκε σε νευρολογική κλινική. Οι συγγενείς του θύματος επέμεναν ότι το έγκλημα ήταν προμελετημένο και είχε γίνει για οικονομικούς λόγους. Μάλιστα, βρέθηκε στο σπίτι του ζευγαριού ένα σημείωμα με ημερομηνία 20 Ιουνίου.
Σε αυτό η Αγγελινού εξηγούσε στον Εισαγγελέα τους λόγους για τους οποίους θα έκανε το έγκλημα. Στη Χωροφυλακή είπε όμως ότι το σημείωμα το έγραψε γιατί ήθελε να αυτοκτονήσει. Η νεκροτομή έδειξε ότι το κρανίο του Αγγελινού έφερε πέντε συντριπτικά τραύματα. Η Αγγελινού προφυλακίστηκε. Η δίκη της έγινε στο Κακουργιοδικείο του Πειραιά τη Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 1961. Τα αδέλφια του Αγγελινού κατηγόρησαν την Αθανασία ότι δημιουργούσε προβλήματα στον σύζυγό της και ότι τον σκότωσε επειδή ήθελε να ακυρώσει την υιοθεσία της κόρης της από τον πρώτο γάμο που είχε κάνει και θα έχανε έτσι μεγάλη περιουσία. Τελικά η Αγγελινού καταδικάστηκε σε θάνατο και οδηγήθηκε στις γυναικείες φυλακές μέχρι την εκτέλεσή της. Τα ξημερώματα της Παρασκευής 10 Αυγούστου 1962 οδηγήθηκε στον Υμηττό, στον τόπο εκτελέσεων. Νωρίτερα είχε εξομολογηθεί στον ιερέα των φυλακών, αλλά δεν κοινώνησε. Στις 5.25 π.μ. της 10/8/1962 η Αθανασία Αγγελινού βρέθηκε απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Λοχαγός διέταξε: «πυρ» και η συζυγοκτόνος έπεσε νεκρή…
Αικατερίνη Δημητρέα: η τελευταία γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ελλάδα
Η τελευταία εκτέλεση θανατοποινίτισσας στην Ελλάδα έγινε το 1965. Η κατά συρροή δολοφόνος τεσσάρων ατόμων με παραθείο ήταν η Αικατερίνη, σύζυγος Γεωργίου Δημητρέα, 42ετών από το Νεοχώρι Λεύκτρου Μεσσηνίας, κάτοικος Στούπας Μάνης. Σε διάστημα 3,5 μηνών (από 27 Μαΐου έως και 6 Σεπτεμβρίου 1962) δηλητηρίασε και σκότωσε τη μητέρα της, τον αδελφό της, μια θεία της κι ένα πεντάχρονο αγοράκι, ενώ επιχείρησε να θανατώσει κι ένα κοριτσάκι τεσσάρων ετών. Η Αικατερίνη Δημητρέα ήταν παντρεμένη και είχε αποκτήσει από τον γάμο της ένα κοριτσάκι. Ωστόσο, επειδή, κατά την ίδια, ο σύζυγός της την κακομεταχειριζόταν, τον έδιωξε από το σπίτι, δέκα χρόνια πριν τα εγκλήματα. Η Δημητρέα το 1956-57 είχε πάθει ημιπληγία και νοσηλεύτηκε για 1,5 μήνα σε νοσοκομείο της Αθήνας. Η ίδια ισχυρίστηκε ότι είχε κάνει και επέμβαση στην καρδιά τότε. Τα θύματά της ήταν: Στεκούλα, χήρα Γεωργίου Λουκαρέα, 75 ετών, μητέρα της. Τη δηλητηρίασε με παραθείο που έριξε στα μακαρόνια που της είχε φτιάξει επειδή δεν της έγραφε ένα ακίνητο που ζητούσε. Η δολοφονία έγινε στις 27/5/1962.
Ποτούλα, σύζυγος Σταύρου Τσιλιγωνέα, 52 ετών, θεία της Δημητρέα. Τη σκότωσε ρίχνοντας παραθείο στον καφέ της, στις 19/7/1962 γιατί συμβούλευε τον αδελφό της για τα περιουσιακά. Κωνσταντίνος Λουκαρέας, 45 ετών, αδελφός της Δημητρέα. Μετά τη θανάτωση της μητέρας της, η Δημητρέα σχεδίαζε να εξοντώσει και τον Λουκαρέα γιατί της ζητούσε να φύγει από τη Στούπα και να πάει να μείνει στο Νεοχώριο. Ένα βράδυ του μαγείρεψε βραστές πατάτες στις οποίες έριξε παραθείο. Μόλις ο αδελφός της άρχισε να υποφέρει, η Δημητρέα φώναξε για βοήθεια. Οι συγχωριανοί της την άκουσαν, μετέφεραν τον Λουκαρέα στο νοσοκομείο κι αυτός σώθηκε. Στις 2 Αυγούστου επέστρεψε στη Στούπα και πήγε στο καφενείο να ευχαριστήσει τους χωριανούς. Έπειτα, πήγε σπίτι της αδελφής του και της ζήτησε να φτιάξει τηγανητά αβγά και μια ντοματοσαλάτα. Η Δημητρέα έριξε μπόλικο παραθείο στα αβγά. Στο τραπέζι ήταν παρών κι ένας συγγενής που δεν έφαγε αβγά γιατί νήστευε. Έτσι, γλίτωσε. Ο Λουκαρέας μόλις έφαγε τα αβγά ένιωσε φρικτούς πόνους και σε λίγο ξεψύχησε. Η Δημητρέα έριξε τα αβγά που είχε φτιάξει για τον συγγενή σε έναν γάτο που ψόφησε αμέσως.
Στις 5/9/1962 η Δημητρέα πρόσφερε ένα λουκούμι με παραθείο στον πεντάχρονο (!) Ηλία Πίτσουλα επειδή την προηγούμενη μέρα είχε τσακωθεί με τη μητέρα του… Το παιδί πέθανε. Τέλος, στις 6/9/1962 έδωσε μισό ρόδι με παραθείο στην Αθηνά Θωμέα, ηλικίας μόλις 4 ετών. Η μικρή έπαθε δηλητηρίαση αλλά σώθηκε χάρη στην επέμβαση των γιατρών. Η «ύαινα της Μάνης» είχε δεχτεί αυστηρές παρατηρήσεις από τον πατέρα της Αθηνάς Νίκο, είκοσι μέρες πριν. Η Δημητρέα που σε όλες τις κηδείες έκλαιγε γοερά, σκόπευε να εξοντώσει πολλούς ακόμα συγχωριανούς της, καθώς θα έριχνε παραθείο στα κόλλυβα που θα ετοίμαζε για τα σαράντα του αδελφού της.
Ευτυχώς, ο Πρόεδρος του Νεοχωρίου Μαυροειδέας και ο αγροφύλακας Ματζουνέας κατάφεραν με έξυπνο τρόπο να κάνουν τη Δημητρέα να ομολογήσει πρώτα σ’ αυτούς και έπειτα στη Χωροφυλακή τα εγκλήματά της. Στο Κακουργιοδικείο Ναυπλίου όμως όπου δικάστηκε, η «δηλητηριάστρια της Μάνης» δέχτηκε μόνο ότι σκότωσε τη μητέρα και τον αδελφό της. Ωστόσο το Δικαστήριο στις 8/5/1963 την καταδίκασε ομόφωνα τετράκις σε θάνατο και επιπλέον σε 15 χρόνια κάθειρξης για την απόπειρα ανθρωποκτονίας. Η Δημητρέα μεταφέρθηκε στις φυλακές. Τα ξημερώματα του Σαββάτου 10 Απριλίου 1965 ακολουθήθηκε η γνωστή πλέον, διαδικασία. Το προηγούμενο βράδυ η φόνισσα εξομολογήθηκε, κοινώνησε και είπε στον ιερέα ότι μετάνιωσε για τα εγκλήματά της. Λίγες ώρες αργότερα μεταφέρθηκε στον Υμηττό όπου και εκτελέστηκε. Ήταν 5.58 π.μ. Για την κόρη της μερίμνησε η τότε βασίλισσα Φρειδερίκη. Φρόντισε να σταλεί αρχικά σε κάποιο ίδρυμα και στη συνέχεια να σπουδάσει σε μία σχολή…