Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
22:52 | 24/11/2025

H συνέντευξη που δόθηκε στο policenet.gr επιδιώκει να παρουσιάσει μια αναλυτική ματιά πάνω σε φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας στην Κρήτη, εστιάζοντας σε παραδοσιακές και σύγχρονες μορφές συγκρούσεων, στη νομική και κοινωνική τους διάσταση, καθώς και στις προκλήσεις της πρόληψης και της αντιμετώπισης. Οι ερωτήσεις που τέθηκαν στον μαχόμενο δικηγόρο Αθηνών και Δρ. Εγκληματολογίας, κ. Παναγιώτη Παπαϊωάννου αναδεικνύουν κρίσιμα ζητήματα για την αντεγκληματική πολιτική, τη νεανική παραβατικότητα και τη λειτουργία των θεσμών, ενώ οι απαντήσεις παρέχουν επιστημονική και εμπειρική προσέγγιση χωρίς να υποκαθιστούν την ίδια την πρακτική εφαρμογή των πολιτικών.

 

Αυτό που είδαμε στα Βορίζα στην Κρήτη δεν θυμίζει την παραδοσιακή βεντέτα — εκείνη που έχει ιστορικό υπόβαθρο, όπου η εκδίκηση περνά από γενιά σε γενιά και το έγκλημα παρουσιάζεται ως «υποχρέωση τιμής». Εδώ φαίνεται να πρόκειται για κάτι διαφορετικό. Θα θέλαμε, λοιπόν, τη δική σας επιστημονική οπτική.

Κυρία Μαραγκουδάκη, είναι άχαρο και επιστημονικά ασταθές να σχολιάζει ειδικός το ρεπορτάζ, δηλαδή τις αδιασταύρωτες, κατά κανόνα, διαρροές που παρουσιάζει το αστυνομικό ρεπορτάζ. Πλέον ο εκπαιδευμένος θεατής γνωρίζει ότι η πρώτη ανάγνωση που φωτοτυπικά σχεδόν πλασάρουν οι ειδήσεις δεν είναι η ορθή, αλλά αυτή που βολεύει να θεωρούμε την πιο «λογική». Στην προκειμένη περίπτωση, η «βεντέτα» έπαιξε εξαρχής ως το ευνόητο σενάριο, για να διαμορφωθεί ένα ετοιμοπαράδοτο ανακλαστικό: «αυτοί εκεί στην Κρήτη πάλι σκοτώνονται, κοίτα να δεις, υπάρχουν και χειρότερα». Πέρα από το πραγματικό πολιτισμικό υπόβαθρο αυτοδικίας και ένοπλου τραμπουκισμού για το οποίο επαίρονται στο νησί, αρχικά επιδιώχθηκε να μην δούμε την αληθινή εικόνα: Δεν πρόκειται για έναν γεωγραφικά περιθωριακό νεαντερνταλισμό, αλλά για ένα τμήμα ενός πολυπλόκαμου δικτύου συναλλασσομένου επί δεκαετίες με τις τοπικές αρχές, το οποίο η πολιτική ηγεσία κάθε εποχής αδυνατεί να αντιμετωπίσει, όταν δεν το αξιοποιεί για ψηφοθηρικούς σκοπούς.

 

Ποια είναι τα βασικά εγκληματολογικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν μια παραδοσιακή «βεντέτα» από μια απλή οικογενειακή ή τοπική σύγκρουση; Πότε μπορούμε να πούμε ότι ένα περιστατικό αποτελεί πραγματική βεντέτα και όχι μεμονωμένο ξέσπασμα βίας;

Τα αποκαλούμενα στην εγκληματολογική τυπολογία των προηγούμενων δεκαετιών εγκλήματα «τιμής» έφεραν ανέκαθεν χαρακτηριστικά έκνομης μονομαχίας. Έναν προς έναν, από μια άφευκτη κοινωνικοψυχαναγκαστική επιταγή περί τιμής. 

Σήμερα —ας το πάρουμε απόφαση— αποτελούν πολυσχιδή και οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα με ψυχοκοινωνική σως εγκλήματος μίσους (hate crime). Λεφτά, όπλα, ναρκωτικά, ανταγωνισμό για πολιτικές διασυνδέσεις και κάλυψη, αποτυπώνονται σε θανάσιμη αντιπαλότητα μεταξύ χωριών, γειτονικών οικισμών ή και συγγενών.

Είπα κάποια από αυτά σχολιάζοντας σε τηλεοπτική εκπομπή και αμέσως χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο του γραφείου μου και κάποιος με κρητική προφορά απείλησε ότι άμα δεν σταματήσω να λέω αυτές τις μ@#κίες «Έτσι και σε πετύχω, θα σου ξηγήσω», «γιατί εγώ είμαι αυτός που τους δίνει τα καλάσνικοφ».

Ο αξιωματικός υπηρεσίας στον οποίο απευθύνθηκα για το συμβάν με ενημέρωσε με κάποια ντροπή ότι «επειδή δεν έχουμε άτομα, στις 22:00 κλείνουμε». Οπότε, καταλαβαίνουμε όλοι γιατί η «βεντέτα» είναι το πιο βολικό παραμύθι για το κοινό.

 

Από νομική άποψη, πώς αντιμετωπίζονται τέτοιου είδους ομαδικές συγκρούσεις;

Όπως αποκαλύφθηκε από την τρίτη μέρα της ειδησεογραφικής επικαιρότητας και μετά, όταν οι δράστες παρέμεναν ασύλληπτοι και νέες διαρροές διαβεβαίωναν ότι έχει γίνει μια κάποια «Απόβαση στη Νορμανδία» από ειδικές δυνάμεις στο νησί, μάθαμε ότι τον περασμένο Αύγουστο και Σεπτέμβριο είχε γίνει στην περιοχή επιχείρηση από την ΕΛ.ΑΣ. για να εξαρθρωθούν κυκλώματα ενόπλων, αλλά δεν είχε επιτυχία.

Αυτό μας λέει ότι καμία κυβέρνηση και σε καμία περίπτωση η οργανωμένη και ευνομούμενη πολιτεία δεν ωφελείται από τέτοια σκληρά παρακρατικά περιβάλλοντα.

 

Ποιες παρεμβάσεις θεωρείτε πιο αποτελεσματικές για την πρόληψη τέτοιων φαινομένων σε κοινωνίες με έντονα τοπικά έθιμα; Θα μπορούσαν προγράμματα διαμεσολάβησης, εκπαίδευσης ή ειδικές αστυνομικές δράσεις να λειτουργήσουν αποτρεπτικά;

Η νοοτροπία της δικαιωματιστικής διαπλοκής («έχω τα κουμπούρια, κρατάω το κράτος, δεν με ακουμπάει κανείς») δεν εκριζώνεται σε μερικά χρόνια. Γι’ αυτό και κάθε Υπουργείο που έχει προσπαθήσει κατά καιρούς να «φιλοτιμήσει» τον τοπικό πληθυσμό, δεν έχει καταφέρει να παρουσιάσει παρά αποσπασματικά αποτελέσματα.

Η κεντρική εξουσία σπάνια διαθέτει μακροπρόθεσμα πλάνα δράσης, καθώς διαχρονικά της μοιάζει ασύμφορο να αφιερώσει πόρους και χρόνο, χωρίς να μπορεί να κεφαλαιοποιήσει αποτέλεσμα «χωρίς πολιτικό κόστος».

Όλα όσα εντοπίζετε στην ερώτησή σας είναι ολόσωστα. Θα αποτελούσαν πρωτοβουλίες σε ένα πρόγραμμα μακρόπνοης και στοχευμένης αντεγκληματικής πολιτικής για την περιοχή. Όμως πρέπει να είμαστε ρεαλιστές: Ας δούμε πρώτα πώς «το τμήμα δεν θα κλείνει στις 22:00» επειδή δεν υπάρχει επαρκές αστυνομικό προσωπικό και τα πιο σύνθετα ζητήματα ας τα αντιμετωπίσουμε αργότερα.

 

Θεωρείτε ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο για την ανήλικη παραβατικότητα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες, δεδομένης της αυξημένης συμμετοχής νέων σε βίαια περιστατικά; Ποιο είναι το εύρος των προβλεπόμενων μέτρων και ποινών για ανηλίκους δράστες σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο;

Αντεγκληματική πολιτική μπορείς να χαράξεις μόνον όταν έχεις επιλύσει επαρκώς τα σιαμαία ζητήματα της ποσότητας και της ποιότητας του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού. Τα αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται για τους ανηλίκους παραβάτες στον Π.Κ. έχουν καταλήξει να καθίστανται ανεκδοτικού τύπου, έτσι όπως επιβάλλονται και υλοποιούνται.

Οι εκπαιδευτικοί είναι αφόρητα νομοφοβικοί, παρά την απόλυτη θωράκισή τους μετά τον Ν. 5090/24.

Οι ανήλικοι θεωρούνται ποινικά ανεύθυνοι για ό,τι διαπράττουν μέχρι τα 15, κάτι που έχει οδηγήσει τις συμμορίες ενηλίκων να οργιάζουν, βάζοντας ως «λαγούς» ακόμη και προέφηβους.

Ο εγκλεισμός δεν είναι λύση, όμως πρέπει να δούμε την πραγματικότητα: η βία έχει ήδη προτυποποιηθεί στους προεφήβους και μετεφήβους και σε αυτό έχει συμβάλει καίρια η κοινωνική αμηχανία/ανοχή/αφασία απέναντι στο έγκλημα της προηγούμενης 25ετίας, την εποχή των γονέων των σημερινών ανηλίκων παραβατών.

Επιμελητές ανηλίκων, κοινωνικοί λειτουργοί και συμβουλευτικές υπηρεσίες, Μ.Α. ψυχολόγοι στα σχολεία, είτε δεν υπάρχουν είτε υποφέρουν σε αριθμούς, οργανόγραμμα, έλεγχο και επαγγελματισμό.

Οπότε, αν κάποιος δεν θέλει να εμπαίζει τον Έλληνα πολίτη με αφηγήματα ευταξίας, οφείλει να ξεκινήσει από τη διάθεση υλικών και έμψυχων πόρων. Γιατί η αυστηροποίηση των ποινών χωρίς πόρους απλώς επιφέρει αύξηση στα λάθη του συστήματος: αδικία, χαοτική ανισονομία, κοινωνικό αυτοματισμό, ευκολότερη κατασκευή δραστών.

 

Υπάρχουν διεθνώς εφαρμοζόμενα μοντέλα ή στρατηγικές αντεγκληματικής πολιτικής που, κατά την κρίση σας, θα ήταν ωφέλιμο να εξεταστούν ή να υιοθετηθούν και από την Ελλάδα; Επιπλέον, ποια σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία θεωρείτε ότι θα μπορούσαν να ενισχύσουν την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας;

Περισσότεροι, καλύτερα εκπαιδευμένοι, ικανώς αμειβόμενοι και αυστηρά αξιολογούμενοι αστυνομικοί. Περισσότεροι εξειδικευμένοι, με υποστηρικτική βοήθεια από Εισαγγελείς. Αποτελεσματικοί Δικαστές. Περισσότεροι δικαστικοί γραμματείς εξοπλισμένοι σοβαρά με σύγχρονα τεχνολογικά εφόδια, που να εργάζονται όχι μέχρι τις 15:00, αλλά ενδεχομένως σε βάρδιες μέχρι τις 20:00.

Αν αυτά γίνονταν και δεν πειραζόταν από πολιτικές σκοπιμότητες επί 10 χρόνια, θα γινόμασταν αποτελεσματικό κράτος χωρίς τίποτε άλλο. Αν χαρίσεις ένα κοστούμι Αρμάνι σε έναν άστεγο που ζει σε χαρτόκουτο, δεν θα τον κάνεις CEO.

Το να θεωρεί κανείς ότι υπάρχει κάποιο μοντέλο που αν το υιοθετήσει νομοθετικά η πολιτεία θα «λειτουργήσει καλύτερα», ακούγεται από υποτιμητικό της νοημοσύνης του πολίτη έως ανόητο. Συνήθως το επινοούν όσοι επιθυμούν να μην αλλάξει τίποτε, γιατί σαπροφυτοζωούν από την υπάρχουσα κατάσταση και τα σοβαρότατα προβλήματά της.

 

Ποια είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά και οι παθογένειες που εξακολουθούν να διέπουν το ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα; Ποιες μεταρρυθμίσεις κρίνετε ότι είναι αναγκαίες ώστε οι φυλακές να ανταποκρίνονται πραγματικά στον σωφρονιστικό τους ρόλο;

Το πλέον ορατό πρόβλημα των φυλακών είναι ο υπερπληθυσμός. Το αόρατο —όπως φημολογείται— είναι ότι φιλοξενούν παράνομα κέντρα εξουσίας που κάνουν «δουλειές» για τα απ’ έξω, τα νόμιμα.

Το πιο μεγάλο είναι ότι δεν έχουμε ρυθμίσει, αλλά νομοθετικά ευτελίσει, το ποιοι θα πρέπει να μπαίνουν και για πόσο, ούτε το πώς θα επιτηρούνται όσοι πρέπει να βγαίνουν και από ποιους.

Το μακροβιότερο: ότι ξεγλιστρούν απ’ αυτές οι πλούσιοι και οι ισχυροί.

Και το πλέον δυσεπίλυτο: όπως και στην εκτός φυλακών κοινωνική ζωή, χρειάζεται να υπάρχουν σταθερές αρχές για να επιτελέσουν οι φυλακές την δικαιοκρατική λειτουργία τους.

Το «ανοίγουμε τις πόρτες και ξαλαφρώνουμε από δεκάδες χιλιάδες κρατούμενους χωρίς έλεγχο», όσο και το «αυστηροποιούμε και τον αέρα που αναπνέουμε, έτσι ώστε να χρειάζονται σε λίγο περισσότερες φυλακές από σχολεία», είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Δυστυχώς, η αυστηροποίηση, έτσι όπως έχει έρθει η κατάσταση, είναι μονόδρομος. Αλλά συγχρόνως απαιτείται ουσιαστική ενίσχυση της εναλλακτικής έκτισης ποινών και μια ρωμαλέα, σταθερή σταυροφορία πρωτοβουλιών πρόληψης, ώστε να υπάρχουν συνέπειες χωρίς να απαιτείται απαραίτητα εγκλεισμός. Και πάλι δηλαδή καταλήγουμε ότι χρειάζεται πολιτική απόφαση για διάθεση πόρων — κονδύλια και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό.

 

Πώς αξιολογείτε τα πρόσφατα εξαγγελθέντα μέτρα σχετικά με την ενίσχυση της αστυνόμευσης εντός των καταυλισμών Ρομά; Πιστεύετε ότι κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση ή ενέχουν κινδύνους για ζητήματα δικαιωμάτων και αποτελεσματικότητας;

Όλα τα εξαγγελλόμενα μέτρα θα μπορέσουν να αποδώσουν αν συνοδεύονται από προηγούμενη χαρτογράφηση της εγκληματικότητας ανά περιοχή και στοιχειώδη μελέτη εφαρμοσιμότητας.

Κατά τα λοιπά, όλοι οι Έλληνες πολίτες —τελευταία φορά που κοίταξα το Σύνταγμα— είναι ίσοι έναντι του νόμου.

Όσοι εγκληματούν οργανωμένα, από «παράδοση» ή επικαλούμενοι φυλετικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά που δήθεν τους προσδίδουν εγγενείς ή πολιτισμικές μειονεξίες, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να το κάνουν. Το έγκλημα δεν είναι ποτέ «αναγκαστική επιλογή», αλλά αντικοινωνική πράξη η οποία φέρει απαξία και πρέπει να απαντάται με την ανάλογη τιμωρία.

Policenet.gr © | 2025 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis