Δρ Κατερίνα Παπαζαχαρία
Λέκτορας Διπλωματικής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων
Τμήμα Ιστορίας, Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών
Το παραδοσιακό ερώτημα «τι είναι η Ευρώπη» ή «τι σημαίνει να είσαι Ευρωπαίος πολίτης»; παραμένει ενδιαφέρον και επίκαιρο τόσο στην συνείδηση των Ευρωπαίων όσο και στους μη Ευρωπαίους. Εάν ληφθεί υπόψη πως οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ταυτότητά τους πιο πολύ με βάση όσα δεν είναι οι ίδιοι παρά με όσα τους χαρακτηρίζουν, μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το ερώτημα λαμβάνει νέα διάσταση, δεδομένης της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης και των διλημμάτων που ταυτόχρονα αναδείχθηκαν. Ειδικότερα, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Ευρωπαίοι αναζήτησαν εντονότερα την διάσταση που τους διέκρινε από τους Αμερικανούς, ενώ παράλληλα εκλάμβαναν πως οι διαφορές τους από άλλους λαούς όπως οι Ιάπωνες, οι Κινέζοι ή οι Αφρικανοί, είναι αυταπόδεικτες.
Ο όρος «Ευρώπη» και οι συμβολισμοί του ανάγονται στην αρχαιότητα, ενώ από την άλλη, ο όρος «χριστιανοσύνη» ήταν πιο διαδεδομένος από τον πρώιμο Μεσαίωνα μέχρι και τον 17ο αιώνα, καθώς κατά τον 18ο αιώνα αντικαταστάθηκε από την έννοια «ευρωπαϊκός». Μολονότι δεν προσδιοριζόταν με σαφήνεια το περιεχόμενο του όρου «ευρωπαϊκός», τότε καλλιεργήθηκε η αίσθηση της κοινής ταυτότητας που ξεπερνούσε το κοινό χριστιανικό θρήσκευμα.
Στα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας θα μπορούσε να περιληφθεί η αίσθηση των λαών της Ευρώπης ότι απολάμβαναν ελευθερίες που δεν γνώριζαν οι μη ευρωπαϊκοί πολιτισμοί, κείμενοι πέραν των ανατολικών ή των νοτιοανατολικών ορίων της Ευρωπαϊκής ηπείρου (λ.χ. στην Ασία ή και στην Άπω Ανατολή). Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι από τον 18ο αιώνα οι Ευρωπαίοι άρχισαν να κατανοούν την ποικιλομορφία και την συνύπαρξη (ομαλή ή μη) των διαφορετικών πολιτισμών και γλωσσών στο εσωτερικό των κρατών τους. Ο όρος «χριστιανός» διατηρούσε τότε το περιεχόμενό του ως μέρος του κοινού συστήματος αξιών, καθώς ο ευρωπαϊκός πολιτισμός υπήρξε για πολλές εκατονταετίες αναντίρρητα χριστιανικός.
Η κοινή ταυτότητα και η πεποίθηση ότι η Ευρώπη είναι χώρος ξεχωριστός ως προς την βαρύτητα που αποδίδει στην ελευθερία και την δημιουργικότητα, παρουσιάζεται με πολλές διαφορετικές μορφές: η ευρωπαϊκή σύλληψη ελευθερίας και δημιουργικότητας συνδεόταν στενά με τις ιδέες της ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας ακόμη και της προσήλωσης στην αποτροπή δημιουργίας ενιαίας ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας που, ενδεχομένως, θα υπέσκαπτε την ελευθερία και την δημιουργικότητα. Οι Ευρωπαίοι αυτοπροσδιορίζονται ως πιο ελεύθεροι, δημιουργικοί, ανεκτικοί από άλλους λαούς, εν αντιθέσει με τους λαούς της Ανατολής που υστερούσαν ως προς την ελευθερία και την ανεκτικότητα.
Εν προκειμένω, στις αρχές του 19ου αιώνα αυτή η συναίσθηση της πολιτισμικής ομοιογένειας σε σχέση με τους -μη ευρωπαϊκούς λαούς- αποτέλεσε και την δύναμη συνοχής των Ευρωπαίων. Ετεροκαθορίζονται και τότε οι Ευρωπαίοι, περιγράφοντας τα μη ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά των άλλων λαών που δεν απολάμβαναν τις ευρωπαϊκές ελευθερίες. Ο «άλλος» κατά τον 19ο αιώνα μέσα από την σταθερή παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούσε τον «εχθρό», αφού, κατά τους πρώιμους νεότερους χρόνους, η συστράτευση εναντίον της οθωμανικής στρατιωτικής απειλής συνέβαλε αφενός στην ανάδειξη της ταυτότητας της Ευρώπης ως χώρου με κοινά συμφέροντα και αφετέρου στην αίσθηση ανωτερότητας των Ευρωπαίων, ενώ τμήματα των πρώην οθωμανικών κτήσεων στα Βαλκάνια προσαρτήθηκαν στην Τσαρική Ρωσία και στην αυτοκρατορία των Αψβούργων.
Παρόλο λοιπόν που η Ευρώπη δεν αποτελούσε ενιαία πολιτική οντότητα ούτε συγκεντρωτική αυτοκρατορία, η ποικιλομορφία των λαών της που κατοικούσαν σε περιοχές -συχνά με ασαφή και μεταβαλλόμενα σύνορα- βρίσκονταν σε κατάσταση αλληλεπίδρασης και ώσμωσης, αποδεικνύοντας πως μπορούσαν να συνασπιστούν για να αποκρούσουν αποτελεσματικά τις εισβολές μη ευρωπαϊκών δυνάμεων. Καθώς στους νεότερους χρόνους κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν κατάφερε -τουλάχιστον όχι για πολύ- να κυριαρχήσει επί όλων των άλλων, τα ευρωπαϊκά έθνη διατήρησαν την διαφορετικότητά τους, παραμένοντας όμως κομμάτι ενός ευρύτερου και εύκολα αναγνωρίσιμου πολιτισμού.
Κατά τον 19ο αιώνα στον τομέα της εκβιομηχάνισης και, κατ’ επέκτασιν, του εκσυγχρονισμού, επικράτησαν ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης άνισοι ρυθμοί πληθυσμιακής ανάπτυξης και υλικής ευημερίας. Οι διαφορές αυτές αποτέλεσαν κύριο αίτιο των εντάσεων που γνώρισε η ήπειρος, με χώρες που έβλεπαν ότι θα έμεναν πίσω και με λαούς που ένιωθαν προσβεβλημένοι και αντιμετώπιζαν με εχθρότητα τους άλλους που θεωρούσαν ότι δεν τους σέβονταν όσο θα όφειλαν. Εν προκειμένω, κατά το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα η ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης επηρεάστηκε καθοριστικά από την αύξηση ισχύος και επιρροής της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Ως επακόλουθο, η άνιση ευημερία των λαών αποτέλεσε αιτία μετανάστευσης -εντός και εκτός Ευρώπης- προς πιο πλούσια και εκβιομηχανιζόμενα αστικά κέντρα. Πάντως, στο διάστημα των τελευταίων 200 χρόνων σημειώθηκαν στην Ευρώπη μαζικές εσωτερικές μετακινήσεις πληθυσμών που είχαν συνέπειες για τη ρευστή ευρωπαϊκή ταυτότητα. Η μετακίνηση ανθρώπων σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερης ζωής αποτελεί το ένα κομμάτι της γενικότερης εικόνας, καθώς αργότερα, τον 20ό αιώνα, κατά την περίοδο των πολέμων, εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίστηκαν βίαια από την πατρίδα τους.
Μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα ευρωπαϊκά κράτη -χάνοντας και τον κύριο όγκο των αποικιών τους- αναγνώρισαν αναπόδραστα την αποδυνάμωσή τους σε σχέση με τις δύο νέες παγκόσμιες υπερδυνάμεις (Ηνωμένες Πολιτείες και Σοβιετική Ένωση). Στα πρώτα στάδια όμως προς την ενότητα της δυτικής Ευρώπης, εστίασαν στην οικονομική ενοποίηση, καθώς πίστευαν πως έτσι θα αποτρεπόταν η εμπλοκή των χωρών σε ένα νέο πόλεμο. Τότε ο βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστων Τσώρτσιλ είχε προτείνει «μία ευλογημένη πράξη λησμοσύνης». Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 όμως καθιερώθηκε ένα νέο πρότυπο: «Δεν ξεχνώ ποτέ!». Ακόμη και σήμερα εξάλλου η μνήμη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ζωντανή στην Ευρώπη. Το παρελθόν της ερευνάται, διδάσκεται και αποτελεί εν γένει θέμα επεξεργασίας εστιασμένο κυρίως σε ψυχολογικό, ηθικό και πολιτικό επίπεδο στο πλαίσιο μίας διαδικασίας προσωπικής και συλλογικής αυτογνωσίας.
Στις μέρες μας, το ζήτημα της μετακίνησης πληθυσμιακών ομάδων επανεμφανίζεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο με την άφιξη αλλοθρήσκων μη Ευρωπαίων. Προκύπτει έτσι ένα ουσιαστικό ζήτημα που αφορά στο πώς -και κατά πόσο- όλοι αυτοί οι φυλετικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά διαφορετικοί μη Ευρωπαίοι μπορούν να υιοθετήσουν την ευρωπαϊκή ταυτότητα και να γίνουν αποδεκτοί στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι τρέχουσες δημογραφικές και οικονομικές μεταβολές λοιπόν επηρεάζουν τον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ταυτότητας, εγείροντας σκεπτικισμό για το μέλλον της Ευρώπης και ειδικότερα της νέας γενιάς των πολιτών της. Ακόμη πιο πολύ σήμερα που η Ασία εξελίσσεται σε παγκόσμια δύναμη με αιχμή του δόρατος την Κίνα και την Ινδία. Δύο χώρες με τεράστιο πληθυσμό και πολλαπλάσιους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης, αλλά και όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ευρωπαϊκή ταυτότητα διαρκώς εξελισσόταν στα προηγούμενα 200 χρόνια σε συνάφεια με τις επαναστάσεις, τις ανακαλύψεις και την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο και στη συνέχεια μετά το 1945, όταν πλέον οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες είχαν καταρρεύσει και η διεθνής επιρροή της Ευρώπης έφθινε. Όμως, έχει σημασία να εξακριβωθεί εάν μέσα από την εξέλιξη, έχουν διατηρηθεί ορισμένα θεμελιώδη κοινά χαρακτηριστικά της. Οι Ευρωπαίοι έχουν πολλούς λόγους να νιώθουν υπερήφανοι για τον πολιτισμό τους, διατηρώντας παράλληλα την πεποίθηση ότι η σύγχρονη μορφή όλων των χριστιανικών δογμάτων είναι μακράν πιο ανεκτική, ανθρωπιστική και πλέον προοδευτική από ότι των «άλλων».
Ο σημερινός κόσμος εξελίσσεται στην κατεύθυνση μίας μεγαλύτερης ομοιογένειας και απουσίας ποικιλίας (την ονομαζόμενη παγκοσμιοποίηση). Η εξέλιξη αυτή συντελείται εις βάρος της ταυτότητας και των παραδοσιακών μοντέλων ένταξης και του «ανήκειν». Έτσι, οι λαοί της Ευρώπης βρίσκονται αντιμέτωποι μπροστά σε δύο προκλήσεις: την ανάγκη διατήρησης (ή και επαναπροσδιορισμού) της συλλογικής τους ταυτότητας και την εξάλειψη της παραδοσιακής τους ταυτότητας. Ένα μεγάλο ζήτημα όμως προς περαιτέρω συζήτηση και διεξοδικότερη ανάλυση. Πέραν της οικονομικής ευημερίας, της δημιουργικότητας και της ανεκτικότητας της σύγχρονης ευρωπαϊκής κοινωνίας, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την δύναμη και την ομορφιά του πολιτισμού της Ευρώπης και να σταθούμε στην αντοχή και την προσαρμοστικότητα των λαών της.