Η μελέτη και η κατανόηση της λειτουργίας του κοινωνικού κράτους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν μπορεί να αποκοπεί από το διεθνές περιβάλλον εντός του οποίου αναπτύχθηκε. Η κατανόηση του πώς η ειρήνη, η διεθνής συνεργασία και η κοινωνική πρόνοια συνέκλιναν, δεν αποτελεί μόνο ακαδημαϊκό αντικείμενο, αλλά και ζήτημα που μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε την σκέψη μας για τις δικές μας κοινωνίες και το μέλλον τους.
του Κωνσταντίνου Δουκάκη*
Διεθνείς σχέσεις και κράτος πρόνοιας την επαύριον του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη οι υλικοτεχνικές υποδομές ήταν καταστραμμένες και η έλλειψη καταναλωτικών αγαθών και παραγωγικών συντελεστών, ιδίως κεφαλαιουχικών αγαθών, υπονόμευε τις συνθήκες ανοικοδόμησης. Ωστόσο, ήδη από το 1944 οι νικήτριες δυνάμεις, με αιχμή τις ΗΠΑ, είχαν προνοήσει για τη δημιουργία ενός διεθνούς οικονομικού συστήματος, που εκφράστηκε θεσμικά με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Αυτή η νέα θεσμική αρχιτεκτονική δεν ήταν απλώς οικονομική· αποτέλεσε μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής σταθερότητας και ενσωμάτωσης, όπου το κράτος πρόνοιας έπαιξε ρόλο ασπίδας απέναντι σε κοινωνικές αναταράξεις.
Το Σχέδιο Μάρσαλ, ως μέσο οικονομικής ενίσχυσης αλλά και πολιτικής δέσμευσης, ενθάρρυνε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επενδύσουν όχι μόνο στην παραγωγή αλλά και σε προνοιακές πολιτικές. Το κράτος πρόνοιας αποτέλεσε εργαλείο διεθνών σχέσεων: λειτουργούσε ως απάντηση στον «σοβιετικό κίνδυνο», προσφέροντας κοινωνική σταθερότητα και αποτρέποντας την ενίσχυση κομμουνιστικών κινημάτων, ιδίως εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Μεταπολεμική ειρήνη και κράτος πρόνοιας
Η μεταπολεμική ειρήνη στηρίχθηκε σε μια «κοινωνική εταιρική σχέση, όπου το κράτος δεν ήταν πλέον μια απρόσωπη και εξωτερική οντότητα αλλά ένας περιεκτικός και σταθεροποιητικός παράγοντας με πολυσήμαντο ρόλο στην οικονομία της αγοράς και στη διασφάλιση/διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Ο κεϋνσιανισμός, με έμφαση στη δημόσια δαπάνη και την πλήρη απασχόληση, συνέβαλε στην οικονομική άνθηση και στη στήριξη του κοινωνικού κράτους, ενώ το φορντικό μοντέλο παραγωγής προώθησε τη μαζική κατανάλωση και έφερε ταυτόχρονα εργοδότες και εργαζόμενους σε μια σχέση ισορροπίας.
Η «χρυσή εποχή» του κράτους πρόνοιας (1945-1975) χαρακτηρίστηκε από υψηλά ποσοστά απασχόλησης, δωρεάν εκπαίδευση, καθολικά συστήματα υγείας και προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης. Η εσωτερική κοινωνική ειρήνη συνδέθηκε έτσι άρρηκτα με τη διεθνή σταθερότητα: οι κοινωνίες που απολάμβαναν δικαιώματα και παροχές είχαν μικρότερη προδιάθεση σε κοινωνικές αναταραχές, ενώ τα κράτη που συμμετείχαν σε διεθνείς θεσμούς είχαν κοινό συμφέρον να διατηρούν την ειρήνη.
Σκέψεις επί των σημερινών δεδομένων
Σήμερα, όλοι μας καλούμαστε να εξετάσουμε κατά πόσο η σύνδεση κράτους πρόνοιας – διεθνούς ειρήνης παραμένει επίκαιρη. Οι προκλήσεις του 21ου αιώνα διαφέρουν: η κλιματική αλλαγή, οι μεταναστευτικές ροές, η ενεργειακή κρίση και η παγκόσμια ανισότητα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα ίδια εργαλεία της μεταπολεμικής περιόδου. Ωστόσο, η εμπειρία της «χρυσής εποχής» δείχνει ότι η κοινωνική προστασία μπορεί να λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας διεθνώς.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να συνδυάσει την οικονομική ολοκλήρωση με κοινωνικές πολιτικές, αν και η απουσία κεντρικού δημοσιονομικού μηχανισμού που να ασκεί αναδιανεμητικές λειτουργίες περιόρισε το εύρος δράσης της. Σήμερα, το ερώτημα είναι πώς μπορεί να διαμορφωθεί μια μορφή παγκόσμιου κοινωνικού κράτους, όπου θεσμοί όπως ο ΟΗΕ, η ΔΟΕ, οι νέες περιφερειακές συνεργασίες να παρέχουν και να διασφαλίζουν ελάχιστα κοινωνικά δίκτυα ασφάλειας Social Safety Net).
Η παγκοσμιοποίηση έχει αμφίσημες συνέπειες: αφενός αυξάνει την αλληλεξάρτηση, άρα και την ανάγκη συνεργασίας· αφετέρου εντείνει ανισότητες και επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: μπορούμε να ξανασκεφτούμε το κράτος πρόνοιας όχι μόνο ως εσωτερικό θεσμό, αλλά και ως μέσο «ήπιας ισχύος» και προώθησης σταθερότητας σε έναν ασταθή κόσμο;
Συμπέρασμα
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι το κράτος πρόνοιας υπήρξε θεμέλιο της μεταπολεμικής ειρήνης. Η πρόκληση για τη σημερινή κοινωνία είναι να μετασχηματίσει αυτή την κληρονομιά σε παγκόσμιο επίπεδο. Και το ερώτημα που προκύπτει για όλους μας είναι το εξής: μπορεί ένα ενισχυμένο κοινωνικό κράτος να αποτελέσει ξανά «ασπίδα» απέναντι στις κρίσεις και ταυτόχρονα μοχλό ειρήνης στις διεθνείς σχέσεις;
* Επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας
Τμήμα Ιστορίας, Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος