Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντέχει τις κρίσεις αλλά δυσκολεύεται να εμπνεύσει. Η οικονομική ισχύς δεν αρκεί χωρίς πολιτική ενότητα, ούτε οι θεσμοί χωρίς την ενεργό συμμετοχή των πολιτών της. Στα επόμενα χρόνια η Ένωση καλείται να αποφασίσει αν θα μείνει τεχνοκρατικό σχήμα ή θα μετατραπεί σε κοινό όραμα.
του Κωνσταντίνου Δουκάκη*
Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας
Σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά τη Διάσκεψη της Χάγης (1948), η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να συνιστά ένα από τα πλέον πρωτότυπα και ανθεκτικά πολιτικά εγχειρήματα της σύγχρονης ιστορίας. Τότε, μέσα από τα ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Ευρωπαίοι ηγέτες και στοχαστές – όπως ο Αλτιέρο Σπινέλι, ο Ζαν Μοννέ και ο Ρομπέρ Σουμάν – οραματίστηκαν μια Ευρώπη βασισμένη στη συνεργασία, με στόχο την αποτροπή της επανάληψης των καταστροφών που προκάλεσαν ο εθνικισμός και οι πόλεμοι. Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (1951) και την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (1957), έως τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) και τη Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007), το ευρωπαϊκό εγχείρημα εξελίχθηκε σε μια ένωση 27 κρατών-μελών με κοινό νόμισμα, ενιαία αγορά και θεσμούς που επηρεάζουν εκατοντάδες εκατομμύρια πολιτών.
Η παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο διεθνές προσκήνιο είναι σθεναρή: αποτελεί την πρώτη εμπορική δύναμη παγκοσμίως και έχει υιοθετήσει κοινή νομισματική πολιτική για τα 20 κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Οι πολιτικές της για το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνική συνοχή συνιστούν παγκόσμιο πρότυπο. Επιπλέον, η αντίδρασή της σε κρίσεις – όπως η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η πανδημία COVID-19 και η ενεργειακή αστάθεια που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία – κατέδειξε ότι η Ένωση διαθέτει ικανότητα επιβίωσης, προσαρμογής και εξέλιξης.
Ωστόσο, η θεσμική αυτή επιτυχία δεν έχει αποτυπωθεί σε αντίστοιχη κοινωνική αποδοχή από τους ευρωπαίους πολίτες. Η νεότερη γενιά συχνά αισθάνεται ότι η Ε.Ε. στερείται οράματος, ενώ η μεσαία τάξη την αντιλαμβάνεται περισσότερο ως πηγή κανονιστικών ρυθμίσεων παρά ως πηγή λύσεων. Παράλληλα, ορισμένα από τα κόμματα των κρατών μελών της χρησιμοποιούν συχνά τις Βρυξέλλες ως «αποδιοπομπαίο τράγο», ενισχύοντας έτσι τον ευρωσκεπτικισμό. Ταυτόχρονα, η χαμηλή συμμετοχή στις ευρωεκλογές επιβεβαιώνει την ύπαρξη ελλείμματος πολιτικής ταύτισης.
Η ιστορία καταδεικνύει ότι οι πολίτες εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους κυρίως μέσω αρνητικών δημοψηφισμάτων: οι Δανοί το 1992, οι Ιρλανδοί το 2001 και το 2008, οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί το 2005, και φυσικά το Brexit το 2016. Οι παρεμβάσεις αυτές αντανακλούν περισσότερο μια στάση αντίδρασης παρά δημιουργικής συμμετοχής.
Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ακόμη επιτύχει τη διαμόρφωση μιας πραγματικά ενιαίας εξωτερικής πολιτικής. Παρά τις προόδους της Συνθήκης της Λισσαβόνας με τη θεσμοθέτηση του Ύπατου Εκπροσώπου για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, οι κρίσεις στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή ανέδειξαν τις διαφορετικές και πολύ συχνά αντικρουόμενες εθνικές προτεραιότητες των κρατών μελών. Έτσι, η Ένωση προβάλλει συχνά ως «οικονομικός γίγαντας αλλά πολιτικός νάνος», αδυνατώντας να εκφράσει ενιαία φωνή στη διεθνή σκηνή.
Η πρόκληση, συνεπώς, για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διττή: αφενός, να περιοριστεί το «δημοκρατικό έλλειμμα» με την ουσιαστικότερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων· αφετέρου, να ενισχυθεί η διεθνής της παρουσία. Μόνον τότε μπορεί να μετασχηματιστεί από ένα κατ’ εξοχήν τεχνοκρατικό εγχείρημα σε κοινό ευρωπαϊκό όραμα με δημοκρατικό χαρακτήρα και ουσιαστική κοινωνική αλλά και διεθνή νομιμοποίηση και αναγνώριση. Όμως, αν οι ανωτέρω προκλήσεις μείνουν αναπάντητες ή τουλάχιστον δεν αποτελέσουν ιδεολογική βάση συζήτησης τότε θα πρέπει να αναμένουμε, πολύ σύντομα μάλιστα, άλλη μια περίοδο ευρωαπαισιοδοξίας και στασιμότητας όπως αυτή που βιώσαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1980.