Έξι. (6)
Σήμερα μόνο.
Σε μια διαδρομή που κράτησε λιγότερο από μια ώρα.
Είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ ξανά με τα κακώς κείμενα της χώρας και την προβληματική μας νοοτροπία.
Κούρασα τους πάντες, ακόμα και τον εαυτό μου.
Αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα «δε μ αφήνει να αγιάσω».
Έξι λοιπόν. Έξι αυτοκίνητα παρατήρησα εγώ μόνο σήμερα να κινούνται χωρίς πινακίδες. Και αφού τα παρατήρησα εγώ, σίγουρα τα εκπαιδευμένα μάτια των αστυνομικών μας τα παρατήρησαν επίσης.
Ακόμα θυμάμαι τη κουβέντα που είχα κάνει με ανώτερο αστυνομικό στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των εκεί σπουδών μου.
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πρόκληση για την έννομη τάξη από ένα όχημα που κινείται χωρίς πινακίδες», μου είχε πει.
Ζήτησα να το αιτιολογήσει.
Κατ αρχήν, απαξιώνει τα σώματα ασφαλείας. «Είναι σαν να μας χλευάζει και να μας φτύνει στο πρόσωπο», είπε χαρακτηριστικά. Όντως, η προκλητική περιφρόνηση των νόμων, είναι η γενεσιουργός αιτία της ανομίας σε όλα τα επίπεδα.
Ο συμβολισμός είναι πολύ έντονος. Ο οδηγός θέτει τον εαυτό του υπεράνω των συμπολιτών του. Διεκδικεί το δικαίωμα να αυθαιρετεί και να επιβάλλεται. Κυκλοφορεί με τη «μαγκιά» μιας ιδιότυπης κοινωνικής ανωτερότητας την οποία με τρόπο αυθάδη επιδεικνύει στους λιγότερο «μάγκες» συνανθρώπους του.
Και όχι μόνο.
Όχημα χωρίς πινακίδες είναι εξ ορισμού ύποπτο για τέλεση εγκληματικών πράξεων. Οι επιβαίνοντες μπορεί να είναι κακοποιοί που έχουν διαπράξει ή πρόκειται άμεσα να διαπράξουν αδίκημα. Μπορεί να είναι φυγόποινοι, απαγωγείς, άτομα που βρίσκονται σε «βαθιά» παρανομία και κινούνται στον υπόκοσμο.
Τις προάλλες βρέθηκα σε παρέα αστυνομικών. Προσπάθησα να παραμείνω σιωπηλός για το θέμα που με απασχολούσε.
Οι συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων είναι ευχάριστες και χαλαρώνουν. Αλλά κανείς δε μπορεί να ξεφύγει από τη φύση του…
«Πείτε μου κάτι ρε παιδιά. Γιατί κυκλοφορούν τόσα οχήματα χωρίς πινακίδες χωρίς να τα ελέγχετε»?
Όλοι άφησαν κάτω τα πιρούνια. Πάλι έγινα ο «σπαστικός» της παρέας. Θεωρώ όμως ότι άξιζε…
Η πρώτη τους απάντηση ήταν – τι άλλο- μια δικαιολογία. Το εθνικό μας σπορ…
«Δάσκαλε, τόσα άλλα αδικήματα έχουμε να αστυνομεύσουμε, αυτό σε πείραξε»?
Είναι ενδιαφέρον το ότι και οι αστυνομικοί χρησιμοποιούν ίδιου τύπου δικαιολογίες με τους πολίτες τους οποίους ελέγχουν. Η ανωτέρω δικαιολογία είναι παρόμοια με αυτή που λέει ο μέσος πολίτης όταν του δίνουν κλήση. «Με μένα ασχολείστε? Δε πάτε να πιάσετε κανέναν έμπορο ναρκωτικών»?
Το προσπερνώ και προσπαθώ να εξηγήσω ότι υπάρχουν αδικήματα ιδιαίτερου συμβολισμού που διαμορφώνουν συνειδήσεις. Ένα από αυτά είναι η ελεύθερη κυκλοφορία οχημάτων χωρίς πινακίδες. Όσο το φαινόμενο συνεχίζεται, τόσο δυναμώνει το κοινωνικό αίσθημα περιφρόνησης και απαξίωσης προς τα Σώματα ασφαλείας.
Ας μη λησμονούμε ότι το Κράτος είναι ο μεγαλύτερος «παιδαγωγός».
Αφού συνεχίσαμε σ αυτό το μοτίβο για λίγο, κάποιος τόλμησε να αρθρώσει λόγο και να αποκαλύψει την πραγματική αιτία ύπαρξης του φαινομένου.
«Δάσκαλε, αν κάναμε αυτό που λες, όλη μέρα θα ήμασταν στο αυτόφωρο. Δε μας πληρώνουν αρκετά για κάτι τετοιο».
Απόρησα. Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι η αυτόφωρη διαδικασία είναι ενοχλητική και χρονοβόρα για έναν αστυνομικό. Είναι όμως κομμάτι της δουλειάς του.
Τους είπα λοιπόν ότι αυτό προφανώς δεν αποτελεί σοβαρό λόγο για να μη γίνονται έλεγχοι, αλλά μια αστεία δικαιολογία που για μια ακόμα φορά καταδεικνύει το -εφηβικού τύπου- θυμικό μας.
Έφερα τον εαυτό μου ως παράδειγμα. Ως καθηγητής που έχει αφιερώσει 12 χρόνια από της ζωή του σε σπουδές, ασχολούμαι και με καθήκοντα που είναι ενοχλητικά ή χρονοβόρα, όπως το να «βγάζω τα μάτια μου» για να διαβάσω έναν κακό γραφικό χαρακτήρα ή να καταλάβω τι μπορεί να εννοεί στο γραπτό του ένας φοιτητής που μάλλον δε πρόσεχε και τόσο στις παραδόσεις.
Επίσης είμαι διαθέσιμος στους φοιτητές μου εκτός ωραρίου αφιερώνοντας χρόνο από τη προσωπική μου ζωή.
Ενοχλητικό? Ναι. Είναι όμως το ΚΑΘΗΚΟΝ μου!
Ξεκίνησα λοιπόν τη «διάλεξη» για το πώς είναι παιδιάστικη συμπεριφορά το να επινοούμε δικαιολογίες για να μη κάνουμε τη δουλειά μας.
Κάθε εργασία έχει πτυχές βαρετές, ενοχλητικές και χρονοβόρες.
Τις περισσότερες φορές αυτές οι πτυχές είναι και οι πιο σημαντικές για την εύρυθμη λειτουργία μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού.
Δυστυχώς η αίσθηση του καθήκοντος υποχωρεί σταθερά όσο αυξάνεται ο κυνισμός και η ωφελιμιστική προσέγγιση του «τι θα πάρω».
Οσοι επιλέγουν να γίνουν αστυνομικοί, γνωρίζουν εξ αρχής ότι ποτέ δε θα γίνουν πλούσιοι. Επιλέγουν όμως να κάνουν αυτή τη δουλεια εμφορούμενοι από υψηλό αίσθημα ευθύνης και κοινωνικής προσφοράς. Εκτός από τις υλικές απολαβές υπάρχουν και οι ηθικές. Θεωρώ λοιπόν αδιανόητο ενας πρώτης γραμμής λειτουργός του Κράτους όπως ο αστυνομικός να θέτει τις απολαβές ως κορυφαίο κίνητρο για να αποδώσει και να κάνει τα αναμενόμενα.
Ως προς το θέμα μας, έκλεισα τη κουβέντα με την παρατήρηση ότι υπάρχουν 1000 λόγοι για να μη κάνεις τη δουλειά σου και ένας μόνο για να την κάνεις.
Η συνείδηση σου.
Σε αυτή τη χώρα κάποτε δεν ήταν ανάγκη να υπάρχει επαγγελματισμός διότι υπήρχε το φιλότιμο ως κοινωνικός αυτοματισμός.
Όποιος δεν έκανε όσα όφειλε ένιωθε τη κοινωνική κατακραυγή και έφτανε σε σημείο να μη μπορεί να κυκλοφορήσει στο δρόμο. Πλέον αυτή η κοινωνική πίεση δεν υπάρχει.
Είχα χαλάσει το κλίμα της παρέας, ήταν φανερό. Τα χαμογελαστά πρόσωπα των φίλων αστυνομικών είχαν σκοτεινιάσει. Σήκωσα το ποτήρι μου «στην υγειά της αστυνομίας». ‘Έτσι και αλλιώς, παρά τις διαφορετικές μας απόψεις, η αγάπη γι αυτήν μας ενώνει…
• Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας/Εγκληματολογίας ( PhD in Sociology of policing, University of Essex, UK), ειδικευμένος σε θέματα Ασφάλειας, Αστυνόμευσης και Ποινικού Συστήματος στις ΗΠΑ (Loyola University of Chicago.)