Η πραγματική ιστορία της ληστείας που μάς έδωσε τον όρο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» έγινε ένα αγωνιώδες θρίλερ με στοιχεία μαύρης κωμωδίας από τον σκηνοθέτη των επιτυχιών Ρομπ Μπουντρό.
[custom:google-ads]
Στοκχόλμη, 1973. O Λαρς, ένας Αμερικανός πρώην κατάδικος, εισβάλλει στη μεγαλύτερη τράπεζα της Σουηδικής πρωτεύουσας με σκοπό, όχι μόνο να αδειάσει το χρηματοκιβώτιο, αλλά και να απαιτήσει από τις αρχές να ελευθερώσουν τον φυλακισμένο φίλο του. Γοητεύοντας σταδιακά τους όμηρους υπαλλήλους της τράπεζας με τη χαρισματική, ευαίσθητη, αλλά και λίγο ανισόρροπη προσωπικότητά του, θα τους κάνει, όχι μόνο να τον υπερασπιστούν, αλλά να θελήσουν να τον βοηθήσουν να ξεφύγει απ’ τον στενό κλοιό της αστυνομίας και να δραπετεύσει με εκατομμύρια. Μία από τις υπαλλήλους μάλιστα, θα αρχίσει να τρέφει αισθήματα απέναντί του.
Ο Ίθαν Χοκ πρωταγωνιστεί ως Λαρς, ένας γοητευτικός, κάπως αφελής απατεώνας, που αγαπάει ιδιαίτερα το Μπομπ Ντύλαν και δημιουργεί τρομερή σύγχυση στους ομήρους και την αστυνομία με τις απαιτήσεις του- όπως αυτή να αποφυλακιστεί άμεσα ο συνεργός και φίλος του, Γκάναρ (Μαρκ Στρονγκ).
Τι είναι το σύνδρομο της Στοκχόλμης:
Ο όρος επινοήθηκε από τον εγκληματολόγο Nils Bejerot μετά την ληστεία στο υποκατάστημα της τράπεζας Kreditbanken στο Νόρμαλμστοργκ της Στοκχόλμης τον Αύγουστο του 1973. Δύο ένοπλοι άνδρες, οι Γιαν-Έρικ Όλσσον και Κλαρκ Όλοφσον εισέβαλαν σε αυτήν και απήγαγαν 4 υπαλλήλους της τράπεζας, τους Ελίζαμπετ Όλντγκρεν, Κρίστιν Ένμαρκ, Μπιργκίτα Λούντμπλαντ και τον Σβεν Σάφστρομ. Ήταν η πρώτη ληστεία στη Σουηδία που καλύφθηκε ζωντανά στην τηλεόραση.
Μετά τη σύλληψη των δραστών, οι όμηροι προσπάθησαν να συλλέξουν χρήματα, για να ενισχύσουν οικονομικά τον δικαστικό αγώνα των απαγωγέων τους και αρνήθηκαν μάλιστα να καταθέσουν εναντίον τους. Είχαν σαφέστατα συμπαθήσει τους απαγωγείς τους, κάτι το οποίο έδωσε ακαδημαϊκό ενδιαφέρον στο ζήτημα.
Αν και η ευστοχία του όρου ελέγχεται σήμερα από τους επιστήμονες, το σύνδρομο της Στοκχόλμης μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή τραυματικής συγκόλλησης, η οποία δεν απαιτεί απαραιτήτως ένα σενάριο ομηρείας, αλλά η οποία περιγράφει «ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς που αναπτύσσονται μεταξύ δύο ατόμων, όπου ένα πρόσωπο παρενοχλεί περιοδικά, χτυπάει, απειλεί, κακοποιεί, ή εκφοβίζει το άλλο.