Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
17:19 | 18/04/2021
Ένας καταζητούμενος από την Ιντερπόλ διέφυγε από τον Καναδά στο Ηνωμένο Βασίλειο και έμεινε εκεί χρησιμοποιώντας πλαστή ταυτότητα για αρκετά χρόνια. Όταν συνειδητοποίησε ότι υπήρχε περίπτωση να τον ανακαλύψουν, αποφάσισε να καταστρέψει τα στοιχεία και σκότωσε εν ψυχρώ τον άνδρα του οποίου την ταυτότητα χρησιμοποιούσε. Η αστυνομία δεν θα μάθαινε ποτέ για τις απάτες του αν μια μέρα κάποιοι ψαράδες δεν έβγαζαν από τον βυθό της θάλασσας το πτώμα ενός άνδρα, στον καρπό του οποίου υπήρχε ένα ακριβό ρολόι Rolex, που αποτέλεσε σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο.
Ας ακολουθήσουμε την έρευνα μιας εξαιρετικά σύνθετης υπόθεσης δολοφονίας.

Μακάβρια ψαριά

Νωρίς το πρωί της 28ης Ιουλίου 1996, στο ψαρολίμανο του Μπρίξχαμ της Αγγλίας, δύο ψαράδες αλίευσαν το πτώμα ενός άνδρα. Η ανακάλυψη σηματοδότησε το ξεκίνημα μιας δύσκολης έρευνας, παρόλο που αρχικά η αστυνομία θεώρησε εσφαλμένα ότι ο θάνατος του ανθρώπου ήταν ένα τραγικό δυστύχημα.
 
«Το σώμα ήταν εξαιρετικά καλά συντηρημένο, αν και βρέθηκε σε θαλασσινό νερό» δήλωσε ο αστυνομικός Ίαν Κλέναχαν. «Ο νεκρός φορούσε μια μακρυμάνικη μπλούζα, ένα πουκάμισο, ένα παντελόνι και καφέ παπούτσια. Δεν έχουμε βρει κάποια στοιχεία για την ταυτοποίησή του». Η αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πτώμα δεν είχε αρχίσει να αποσυντίθεται επειδή είχε πρόσφατα καταλήξει στη θάλασσα.
 
Σύμφωνα με τον Κλέναχαν, ο άντρας φορούσε ένα ρολόι Rolex που έδειχνε την ημερομηνία «22» χωρίς όμως ένδειξη για τον μήνα. Οι τσέπες του ήταν αναποδογυρισμένες προς τα έξω, σαν κάποιος ήδη να είχε εξετάσει το πτώμα πριν φτάσουν οι αστυνομικοί. Ο ιατροδικαστής Χάμις Τέρνερ σκέφτηκε ότι ο άντρας μπορεί να είχε πέσει από κάποιο σκάφος που εκτελούσε δρομολόγιο κοντά στο λιμάνι. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, κανείς δεν απευθύνθηκε στις Αρχές για άνθρωπο στη θάλασσα.
Ύστερα από λεπτομερή εξέταση του σώματος, ο ιατροδικαστής δήλωσε ότι ο νεκρός είχε αρκετές πληγές, συμπεριλαμβανομένης μιας βαθιάς τομής στην κορυφή του κεφαλιού. Παρόλα αυτά, ο Κλέναχαν θεωρούσε ότι υπήρχε πιθανότητα οι πληγές στη σορό να είχαν γίνει τους ψαράδες κατά την αλιεία. Το μόνο διακριτικό σημάδι που είχε το πτώμα ήταν ένα ασυνήθιστο τατουάζ στο πίσω μέρος της δεξιάς παλάμης.
«Προσπαθούσα να καταλάβω τι απεικονιζόταν εκεί, αλλά το τατουάζ ήταν παλιό και ελαφρώς θολό» δήλωσε ο ιατροδικαστής Τζιάν Φερνάντο. «Αρχικά, σκέφτηκα ότι ήταν κάποιος αστερισμός».
 
Το ρολόι Rolex αποκάλυψε το όνομα του νεκρού

 

Ωστόσο, το ρολόι του άνδρα ήταν το σημαντικότερο στοιχείο. Σύμφωνα με τον Τέρνερ, όταν δύο αστυνομικοί συζητούσαν για τα προϊόντα της Rolex, ένας από αυτούς παρατήρησε ότι τα γνήσια μοντέλα είχαν πάντα έναν σειριακό αριθμό. Ο αστυνομικός επικοινώνησε με έναν εκπρόσωπο της Rolex στο Λονδίνο, ο οποίος του εξήγησε ότι εάν ο ιδιοκτήτης είχε αφήσει το ρολόι για επισκευή, τότε θα μπορούσαν να βοηθήσουν με την ταυτοποίησή του.
 
Αποδείχθηκε ότι όντως o ιδιοκτήτης είχε αφήσει το ρολόι για επισκευή στο Γιορκσάιρ, ενώ το όνομά του ήταν Ρόναλντ Τζόζεφ Πλατ. Έτσι, η αστυνομία κατάφερε να βρει την ταυτότητα του αποθανόντος. «Χωρίς το συγκεκριμένο ρολόι Rolex, δεν θα μπορούσαμε να μάθουμε τίνος ήταν το πτώμα» παραδέχθηκε ο ιατροδικαστής.
Οι Αρχές βρήκαν την τελευταία διεύθυνση κατοικίας του Πλατ. Νοίκιαζε ένα σπίτι στην πόλη Τσέλμσφορντ της κομητείας του Έσσεξ. Η τοπική αστυνομία επικοινώνησε με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, τον Ντέιβιντ Ντέιβις. Ο δε Ντέιβις όταν άκουσε τα νέα για τον Πλατ μέσω τηλεφώνου, δεν φάνηκε και πολύ έκπληκτος, σχεδόν δεν ρώτησε τίποτα, γεγονός που μπέρδεψε λίγο τους αστυνομικούς. Ο Ντέιβις συμφώνησε να συναντήσει τους αστυνομικούς για να τους μιλήσει για τον Πλατ.
Εξήγησε ότι ο πρώην ενοικιαστής του είχε στο χέρι το τατουάζ ενός φύλλου σφενδάμου ως ένα από τα σύμβολα της πατρίδας του, τον Καναδά. Για να κλείσει η υπόθεση, απέμεναν μόνο κάποια τυπικά πράγματα. Ο Κλέναχαν αποφάσισε να καλέσει ξανά τον Ντέιβις, εκείνος όμως σταμάτησε να απαντά στο τηλέφωνο. Στη συνέχεια, ο αστυνομικός ζήτησε από έναν συνάδελφο από το αστυνομικό τμήμα του Έσσεξ να επισκεφθεί το σπίτι του Ντέιβις.
 
Μυστικά, ψέματα και αποκαλύψεις
Ο αστυνόμος Πίτερ Ρέντμοντ, ο οποίος πήγε να συναντήσει τον Ντέιβις, ανέφερε ότι ποτέ δεν είχε πάει σε εκείνα τα μέρη. «Υπήρχαν μόνο τέσσερα σπίτια στον δρόμο και σε κανένα από αυτά δεν υπήρχε το όνομα του ιδιοκτήτη. Πήγα λοιπόν στο πρώτο κτήμα και χτύπησα την πρώτη πόρτα που συνάντησα» θυμάται. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι εμφανίστηκε στο κατώφλι. Ο Ρέντμοντ εξήγησε ότι αναζητούσε ένα μικρό σπίτι που ανήκε στον Ντέιβιντ Ντέιβις.
 
Ο Φρανκ και η Όντρι ενημέρωσαν τον Ρέντμοντ ότι η οικία που έψαχνε βρισκόταν δίπλα. Ωστόσο, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ήταν ο Ρόναλντ Τζόζεφ Πλατ και ο δε Ντέιβις υπήρξε φίλος του. Τότε η αστυνομία συνειδητοποίησε ότι ο άνδρας με τον οποίον μιλούσαν πρόσφατα έκρυβε σημαντικές πληροφορίες παριστάνοντας κάποιον άλλο.
Αργότερα ο Ρέντμοντ μίλησε και με τους άλλους γείτονες. Ανέφεραν ότι ο άντρας τον οποίο γνώριζαν ως Πλατ, έμενε στη γειτονιά με τη νεαρή γυναίκα του και δύο μικρά παιδιά. Είχε ένα σκάφος και πήγαινε τακτικά στη θάλασσα.
Χωρίς όμως να ξέρουν το όνομα και άλλες λεπτομέρειες, ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθεί το σκάφος. Η αστυνομία επικοινώνησε ξανά με τους ψαράδες που βρήκαν το πτώμα στη θάλασσα και έμαθε ότι εκτός από τη σορό, το δίχτυ τους έπιασε και μια άγκυρα.
Ο αδερφός του Πλατ δήλωσε ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Ρόναλντ είχε σχέση με μια γυναίκα ονόματι Έλεν Μπόιζ. Η αστυνομία επικοινώνησε μαζί της και ανακάλυψε ότι έμενε μαζί με τον Πλατ για 10 χρόνια στην πόλη Χαρογκέιτ, αλλά χώρισαν το 1993. Η Μπόιζ περιέγραψε τον πρώην σύντροφό της ως έναν ήρεμο, ευγενικό, τρυφερό και γλυκό άνθρωπο. Τόνισε το πάθος του για τα ρολόγια και έδειξε φωτογραφίες στις οποίες ο Πλατ πόζαρε με το Rolex. «Τρελαινόταν για το ρολόι και το φορούσε όλη την ώρα, ακόμη και όταν έκανε ντους» πρόσθεσε η γυναίκα.

Μοιραία γνωριμία

Η Μπόιζ γνώρισε τον Ντέιβις πέντε χρόνια πριν τον θάνατο του Πλατ στον οίκο δημοπρασιών όπου εργαζόταν ως διαχειρίστρια. «Ήταν ήσυχη μέρα. Θυμάμαι ότι το τηλέφωνο δεν χτυπούσε. Ο κύριος έμεινε μέσα για περίπου μιάμιση ώρα» δήλωσε. «Αρχικά μου μιλούσε για δημοπρασίες, πίνακες ζωγραφικής και αντίκες. Ήταν πολύ ψηλός, με φαρδιούς ώμους, πολύ γοητευτικός και κοινωνικός».
Στη συνέχεια, ο επισκέπτης, ο οποίος είχε συστηθεί ως Ντέιβιντ Ντέιβις, ανέφερε ότι είχε μετακομίσει πρόσφατα στο Γιορκσάιρ και προσπαθούσε να βρει κάποιο σπίτι στο Χαρογκέιτ. Στο τέλος της συνομιλίας, προς ευχάριστη έκπληξη της Μπόιζ, της πρόσφερε μια νέα δουλειά.
«Μου άρεσε αυτή η ιδέα, σκεφτόμουν όμως ότι δεν θα μπορέσω να δουλέψω για αυτόν τον άντρα για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή ο Ρον και εγώ επρόκειτο να πάμε στον Καναδά. Με διαβεβαίωσε όμως ότι ήταν εντάξει κι ότι θα μας βοηθούσε να κάνουμε οικονομία για τη μετακόμιση στον Καναδά, αφού θα με πλήρωνε παραπάνω από όσα έβγαζα» θυμήθηκε η Έλεν Μπόιζ, πρώην σύντροφος του Ρόναλντ Τζόζεφ Πλατ.
Ο Ντέιβις συνάντησε σύντομα και τον Πλατ και γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη του ζευγαριού. Ισχυριζόταν ότι είχε στην ιδιοκτησία του μια λογιστική εταιρεία που πήγαινε πολύ καλά και σύντομα πρότεινε στους νέους γνωστούς του ένα μερίδιο στην επιχείρηση και τις θέσεις των διευθυντών στην εταιρεία του. Ο Ντέιβις εξήγησε ότι ο ίδιος δεν ήθελε να αναλάβει αυτή τη θέση, επειδή κρυβόταν από τη γυναίκα του, η οποία τον αναζητούσε λόγω της περιουσίας του και ζητούσε διατροφή.
«Δεν ήθελε να φαίνεται το όνομά του στα έγγραφα» θυμήθηκε η Μπόιζ τα λόγια του Ντέιβις. «Έλεγε ότι η γυναίκα εργαζόταν ως γιατρός στη Νέα Υόρκη και ήταν αρκετά πλούσια και επιτυχημένη, και αυτά τα χρήματα ανήκαν μόνο σε αυτόν, ενώ εκείνη προσπαθούσε να του τα πάρει, επειδή ήταν άπληστη. Έτσι τα εξήγησε, και τον πίστεψα, τον πίστεψα πραγματικά».
Το ζευγάρι δέχτηκε την πρόταση του Ντέιβις να διευθύνει την εταιρεία. Τα καθήκοντα της Μπόιζ περιλάμβαναν κάποια ταξίδια στην Ευρώπη και επιθεώρηση ακινήτων. Ποτέ δεν είχε αμφιβολίες για τον Ντέιβις και την επιχείρησή του, επειδή φαινόταν αξιοσέβαστος, είχε καλή φήμη και ήταν πολύ θρήσκος. «Αν κάποιος άνθρωπος είναι θρήσκος, τον εμπιστεύεσαι, πιστεύεις τα λόγια του» εξήγησε.
 
Μετακόμιση στον Καναδά
Το 1992, ο Ντέιβις κάλεσε την Μπόιζ και τον Πλατ να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα μαζί με τον ίδιο και την κόρη του, Νοέλ. «Φαινόταν να θαυμάζει τον πατέρα της. Μιλούσε περισσότερο από όλους μας. Βέβαια, ήταν λίγο ντροπαλή, αλλά όχι πάρα πολύ. Πάντα στρεφόταν στον πατέρα της για να λάβει την έγκρισή του» επισήμανε η Μπόιζ. Τότε, ο Ντέιβις έκανε δώρο στο ζευγάρι ένα χρηματικό ποσό που τους επέτρεπε να αγοράσουν αεροπορικά εισιτήρια προς τον Καναδά μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου του 1993.
«Έπαθα σοκ. Είχα αρκετό άγχος επειδή απέμεναν μόνο λίγοι μήνες και φοβόμουν ότι δεν θα μπορέσουμε να προετοιμαστούμε τόσο γρήγορα για τη μετακόμιση στον Καναδά. Όταν όμως ο Ρον είδε το δώρο, χάρηκε πολύ επειδή ήταν το όνειρό του» παραδέχτηκε η Μπόιζ. Ο Ντέιβις εξήγησε ότι προσπαθούσε να κάνει το όνειρό τους πραγματικότητα το συντομότερο δυνατό και γι' αυτό έπρεπε να βιαστούν με τη μετακόμιση. Διαβεβαίωσε το ζευγάρι ότι μπορούσαν να παραμείνουν κατ’ όνομα διευθυντές της εταιρείας.
Ως αντάλλαγμα ζήτησε από το ζευγάρι τα στοιχεία των διπλωμάτων οδήγησης, των πιστοποιητικών γεννήσεων και μια σφραγίδα, ώστε να μπορέσει να κρατήσει αρχεία και να πληρώνει λογαριασμούς κατά τη διάρκεια της απουσίας τους. Τους διαβεβαίωσε ότι είχε ήδη εργαστεί υπό παρόμοιες συνθήκες στο παρελθόν οπότε δεν θα συναντούσε προβλήματα.
Τον Φεβρουάριο του 1993, όπως είχε υπολογίσει ο Ντέιβις, το ζευγάρι μετακόμισε στον Καναδά. Ωστόσο, στη χώρα της καταγωγής του Πλατ, δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους και να ζήσουν ευτυχισμένοι. Δεν μπόρεσαν και οι δυο ποτέ να βρουν κάποια αξιοπρεπή δουλειά και αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες, οι οποίες επηρέασαν τη σχέση τους. Ύστερα από πέντε μήνες, η Μπόιζ επέστρεψε στο Γιορκσάιρ τυπικά λόγω του γάμου της αδερφής της. Ο Ντέιβις ήταν επίσης μεταξύ των προσκεκλημένων στην τελετή .

Πλαστοπροσωπία

Στο γλέντι, ο Ντέιβις έμαθε ότι η Μπόιζ δεν σκεφτόταν να επιστρέψει στον Καναδά και στον Πλατ. «Δεν χάρηκε καθόλου, άρχισε να μου λέει πόσο του αρέσει ο Ρον, ότι δεν ήθελε να χωρίσουμε, ότι όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία» κατέθεσε η γυναίκα. Ωστόσο, όταν κατάλαβε ότι η Μπόιζ δεν θα αλλάξει την απόφασή της να μείνει στην Αγγλία, εξαφανίστηκε. Η γυναίκα δεν γνώριζε πού έμενε, είχε μόνο έναν αριθμό τηλεφώνου, στον οποίο δεν απαντούσε κανείς.
Αυτό που πραγματικά δεν είχε καταλάβει ήταν ότι από τη στιγμή της μετακόμισης του ζευγαριού στον Καναδά, ο Ντέιβις συστηνόταν ως Ρόναλντ Τζόζεφ Πλατ. Εκείνη την εποχή, η Μπόιζ δεν είχε επαφές ούτε με τον Ντέιβις ούτε με τον Πλατ. Ωστόσο, κάποια στιγμή άκουσε από κοινούς γνωστούς ότι ο Πλατ επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τον Ιούλιο του 1996, όταν πέρασαν τρεις μήνες από την ημέρα που βρέθηκε το πτώμα του Πλατ, η Μπόιζ τηλεφώνησε στον Ντέιβις. Ωστόσο, εκείνος δεν την ενημέρωσε για το τι είχε συμβεί, ενώ της είπε ότι η τελευταία φορά που είδε τον Πλατ ήταν τον Ιούνιο, πριν φύγει για Γαλλία. Η Μπόιζ συνειδητοποίησε ότι ο Ντέιβις της έλεγε ψέματα και συναντήθηκε με τους αστυνομικούς.
Η Μπόιζ αποφάσισε να συνεργαστεί με την αστυνομία και να τη βοηθήσει να συλλάβει τον Ντέιβις ως ύποπτο για δολοφονία. Για να μην καταλάβει τίποτα και τρομάξει, του πρότεινε να συναντηθούν σε μια καφετέρια. Στη συνέχεια, όπως υπολόγισαν οι αστυνομικοί, ο άνδρας έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι με τον προαστιακό σιδηρόδρομο. Οι αστυνομικοί είχαν σκοπό να τον περιμένουν στον σταθμό. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα, ο Ντέιβις δεν επέστρεψε στο σπίτι.

Η σύλληψη και τα πειστήρια του εγκλήματος

Την επόμενη μέρα, τον εντόπισαν όταν έφτασε με ένα ταξί στο σπίτι του και τον συνέλαβαν. Ο Ντέιβις ήταν ήρεμος και έκανε αυτά που του έλεγαν οι αστυνομικοί. «Εκείνη τη στιγμή είχαμε λίγα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε εναντίον του στο δικαστήριο» δήλωσε ο Κλέναχαν. «Τα περισσότερα στοιχεία πραγματικά τα συγκεντρώσαμε μετά τη σύλληψή του».
Ένας αστυνομικός από το Έσσεξ, πήγε στο σπίτι του Ντέιβις για να θέσει υπό κράτηση τη γυναίκα την όποια όλοι θεωρούσαν σύζυγό του και ένα παιδί τριών ετών. Της επέτρεψε να ετοιμάσει μια τσάντα με τα απαραίτητα προσωπικά αντικείμενα και παρατήρησε ότι ήταν ύποπτα βαριά. Μέσα υπήρχαν πλάκες χρυσού! Οι αστυνομικοί κατά την έρευνα στο σπίτι του Ντέιβις βρήκαν αργότερα 25.000 στερλίνες, 8.000 ελβετικά φράγκα, καθώς και 17 πλάκες χρυσού και ακριβούς πίνακες.
Τα χρήματα και τα πολύτιμα αντικείμενα κατασχέθηκαν για την περίοδο της δικαστικής έρευνας και το ζεύγος μεταφέρθηκε για ανάκριση στην κομητεία Ντέβον. Ο Ντέιβις παρέμεινε αρκετά ήρεμος εξωτερικά, έδειχνε πρόθυμος να βοηθήσει την έρευνα και έλεγε ότι δεν έκανε τίποτα κακό στον Πλατ.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η αστυνομία έμαθε ότι το σκάφος του είχε το όνομα «Lady Jane». Σύμφωνα με τις αποδείξεις, η άγκυρα που βρέθηκε μαζί με το πτώμα του Πλατ, αγοράστηκε λίγο πριν την τραγωδία. Οι αστυνομικοί πήγαν στο κατάστημα όπου κάποιος αγόρασε τη συγκεκριμένη άγκυρα και μίλησαν με τους υπαλλήλους. Αποδείχθηκε ότι την αγόρασαν δύο άνδρες. Οι υπάλληλοι διευκρίνισαν ότι η άγκυρα δεν ταίριαζε στο σκάφος «Lady Jane» που δεν χρειαζόταν καν επιπλέον άγκυρα.
Ο ιατροδικαστής δήλωσε ότι η άγκυρα θα μπορούσε να είναι η αιτία για τις πληγές στο σώμα του Πλατ. Στη συνέχεια, οι αστυνομικοί εξέτασαν την εκδοχή ο άνδρας να είχε δεθεί στην άγκυρα και να τον έριξαν από το σκάφος μέσα στη θάλασσα. Κατά την εξέταση της δερμάτινης ζώνης την οποία φορούσε ο Πλατ, οι ειδικοί βρήκαν μια μικρή ποσότητα ψευδαργύρου, που την κάλυπτε η άγκυρα.
«Θεωρώ ότι αρχικά τον χτύπησαν στο κεφάλι για να λιποθυμήσει, στη συνέχεια τον έδεσαν με τη ζώνη του πάνω στην άγκυρα και αργότερα ο Ντέιβις έριξε τον Ρον από τη βάρκα» δήλωσε ο Ίαν Κλέναχαν.

Καταζητούμενος εγκληματίας

Η αστυνομία έβαλε τα δακτυλικά αποτυπώματα του Ντέιβις στη βάση δεδομένων της Ιντερπόλ και σε λίγες ώρες προέκυψαν απίστευτα αποτελέσματα. Το πραγματικό όνομα του υπόπτου για τη δολοφονία του Πλατ δεν ήταν «Ντέιβιντ Ντέιβις», αλλά Άλμπερτ Τζόνσον Γουόκερ. Αποδείχθηκε ότι ήταν ένας μετανάστης από τον Καναδά, το όνομα του οποίου ήταν στη λίστα των καταζητούμενων από την Ιντερπόλ. Κατηγορούταν για κλοπή εκατομμύριων δολαρίων Καναδά.
Στο παρελθόν, ο Γουόκερ έμενε στην καναδική επαρχία του Οντάριο με τη σύζυγό του, Μπαρμπ, και τα παιδιά του. Το ζευγάρι χώρισε σκανδαλωδώς και έναν μήνα αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1990, ο Γουόκερ, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης μιας επενδυτικής εταιρείας εξαφανίστηκε μαζί με 3,2 εκατομμύρια δολάρια Καναδά, τα οποία ανήκαν στους πελάτες του. Έφυγε από τον Καναδά με την 15χρονη κόρη του, τη Σίνα, με τη δικαιολογία ότι πάνε διακοπές για να κάνουν σκι.
Οι ντετέκτιβ έμαθαν ότι ο Γουόκερ με τη Σίνα πήγαν πρώτα στην Αγγλία και αργότερα στην Ελβετία. Ωστόσο, στη συνέχεια τα ίχνη τους χάθηκαν. Βέβαια, για να κρυφτεί τόσο καιρό ο δράστης χρειαζόταν πλαστά έγγραφα. Για κάποιο χρονικό διάστημα ζούσε με το όνομα του Ντέιβιντ Ντέιβις, έναν από τους επενδυτές της εταιρείας του. Μετά τη μετακόμιση στο Χαρογκέιτ γνώρισε τα κατάλληλα θύματα, από τους οποίους αποφάσισε να κλέψει το όνομα: το ζευγάρι Πλατ και Μπόιζ.
Τους πρότεινε τις θέσεις των διευθυντών στη νέα του εταιρεία και πλήρωσε για να μετακομίσουν στον Καναδά με αντάλλαγμα τα προσωπικά έγγραφα του Πλατ. Στη συνέχεια, ο Γουόκερ με την έγκυο Σίνα μετακόμισαν σε απόσταση 500 χιλιόμετρων από το Χαρογκέιτ, χρησιμοποιώντας το όνομα του Πλατ. Ενοικίασαν μια εξοχική κατοικία και τον Σεπτέμβριο του 1993, η Σίνα γέννησε ένα παιδί. Οι γείτονες θεωρούσαν ότι ήταν ζευγάρι μέχρι που άκουσαν τη νεαρή μητέρα να φωνάζει τον Γουόκερ πατέρα.
Στα τέλη του 1994, ο Γουόκερ και η κόρη του μετακόμισαν ξανά. Μέσα σε δύο χρόνια ζωής στο Έσσεξ, η Σίνα γέννησε ένα ακόμη παιδί. Σύμφωνα με τους γείτονες, ήταν σιωπηλή. Αν τη ρωτούσαν κάτι, πάντα κοιτούσε τον Γουόκερ, σαν να χρειαζόταν να πάρει την άδεια απ' αυτόν για να απαντήσει.
Το 1995, ο Γουόκερ, τον οποίον όλοι οι γείτονες και οι γνωστοί στο Έσσεξ γνώριζαν ως Ρόναλντ Τζόζεφ Πλατ, ξαφνικά ανακάλυψε ότι ο πραγματικός Πλατ επέστρεφε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τότε οι ελπίδες του ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όνομα κάποιου που ζούσε για πάντα στον Καναδά χάθηκαν. Κατάλαβε ότι στην επαρχία, όπου όλοι γνωρίζουν ο ένας τον άλλον και δεν είναι τόσο εύκολο να χαθεί κάποιος, ζούσαν πλέον δύο άτομα με το όνομα του Ρόναλντ Τζόζεφ Πλατ. Ο Γουόκερ φοβήθηκε για την ελευθερία του.

Ο δολοφόνος ενώπιον της Δικαιοσύνης

Παρά τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει η αστυνομία, ο Γουόκερ αρνήθηκε να ομολογήσει την ενοχή του σε μια ακρόαση στο δικαστήριο που έγινε τον Ιούνιο του 1998. Η βασική μάρτυρας ήταν η κόρη του, Σίνα, την οποία όλοι θεωρούσαν σύζυγο του κατηγορούμενου. Μετά τη σύλληψη του πατέρα της, επέστρεψε στον Καναδά με δύο παιδιά, αλλά δύο χρόνια αργότερα έφτασε στο Ηνωμένο Βασίλειο για να καταθέσει στο δικαστήριο.
«Δεν είχε σκεφτεί καν ότι κάποιος θα μπορούσε να αποδείξει πως ο Γουόκερ σκότωσε τον Πλατ» δήλωσε ο ιατροδικαστής Χάμις Τέρνερ.
Η Μπόιζ κατέθεσε επίσης εναντίον του Γουόκερ, τον οποίον γνώριζε ως Ντέιβιντ Ντέιβις. Έδωσε στο δικαστήριο σημαντικές πληροφορίες για τη φιλία τους και τις απάτες στην επιχείρηση. Με αυτόν τον τρόπο αποκαλύφθηκε το κίνητρο για τη δολοφονία.
Η Σίνα προσπάθησε να προστατεύσει τον πατέρα της, αλλά χωρίς να το συνειδητοποιήσει η ίδια κατέθεσε εναντίον του. Ανέφερε ότι την ημέρα που, σύμφωνα με την αστυνομία, έγινε η δολοφονία, ο Γουόκερ βγήκε με το σκάφος στη θάλασσα. Σύμφωνα με τη Σίνα, ο καιρός ήταν χάλια και ο πατέρας της γύρισε στο σπίτι αργά και ήταν μουσκεμένος.
Αργότερα αποδείχθηκε ότι το ρολόι Rolex στον καρπό του πτώματος βοήθησε την αστυνομία όχι μόνο να εντοπίσει την ταυτότητα του νεκρού, αλλά έδειξε και την ημερομηνία του φόνου. Το ρολόι ήταν αδιάβροχο και είχε μηχανισμό για αυτόματο κούρδισμα. Στον βυθό της θάλασσας, το ρολόι σταμάτησε ύστερα από περίπου 48 ώρες. «Δεδομένου ότι το ρολόι σταμάτησε την 22η ημέρα, θεωρήσαμε ότι βρέθηκε στο νερό περίπου στις 20 ή 21 Ιουλίου» εξήγησε ο αστυνομικός.
Ένα ακόμη σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο βρέθηκε στη μνήμη του υπολογιστή του σκάφους του Γουόκερ. Αποδείχθηκε ότι την ημέρα του φόνου, το σκάφος βρισκόταν κοντά στη θαλάσσια περιοχή όπου ανακαλύφθηκε το πτώμα του Πλατ. Επιπλέον, το αίμα του Πλατ βρέθηκε στα μαξιλάρια του σκάφους.
Ο Γουόκερ παραδέχτηκε ότι όντως ήταν φυγάς, χρησιμοποιούσε πλαστές ταυτότητες για να ζήσει, και επίσης έκανε κάποια πράγματα για τα οποία μετάνιωσε. Ωστόσο, επέμεινε ότι δεν ήταν αυτός που σκότωσε τον Πλατ, ενώ το αίμα στα μαξιλάρια είχε σχέση με κάποιο ατύχημα που συνέβη στο σκάφος κατά τη διάρκεια μιας βόλτας στη θάλασσα που είχαν κάνει μαζί.
Παρά τις δικαιολογίες, το δικαστήριο έκρινε ότι ήταν ένοχος για τη δολοφονία του Πλατ, καθώς και για άλλες εγκληματικές πράξεις που είχε διαπράξει και τον καταδίκασε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης. «Μέχρι στιγμής, δεν μπορώ να πιστέψω πώς ένας τόσο καλός και ευχάριστος άνθρωπος μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Γνωρίζω ότι κάποιοι εξακολουθούν να τον θεωρούν αθώο, επειδή ήταν πολύ καλός και είχε κάνει τόσο πολλά» δήλωσε η Μπόιζ.
Τον Φεβρουάριο του 2005, ο Γουόκερ μεταφέρθηκε σε φυλακή στον Καναδά, όπου θα περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. «Εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη μου και σκότωσε τον άνθρωπο που εκτιμούσα πολύ και μαζί με τον οποίον πέρασα ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου» δήλωσε η Μπόιζ. «Είναι αδύνατον να τον συγχωρέσω. Είναι η ενσάρκωση του διαβόλου».
 
Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis